Μετάβαση στο περιεχόμενο

περιχαρής

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο περιχαρής η περιχαρής το περιχαρές
      γενική του περιχαρούς* της περιχαρούς του περιχαρούς
    αιτιατική τον περιχαρή την περιχαρή το περιχαρές
     κλητική περιχαρή(ς) περιχαρής περιχαρές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι περιχαρείς οι περιχαρείς τα περιχαρή
      γενική των περιχαρών των περιχαρών των περιχαρών
    αιτιατική τους περιχαρείς τις περιχαρείς τα περιχαρή
     κλητική περιχαρείς περιχαρείς περιχαρή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
περιχαρής < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική περιχαρής < περι- + -χαρής (χαίρω)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /pe.ɾi.xaˈɾis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: περιχαρής

Επίθετο

[επεξεργασία]

περιχαρής, -ής, -ές

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]



 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / περιχαρής τὸ περιχαρές
      γενική τοῦ/τῆς περιχαροῦς τοῦ περιχαροῦς
      δοτική τῷ/τῇ περιχαρεῖ τῷ περιχαρεῖ
    αιτιατική τὸν/τὴν περιχαρ τὸ περιχαρές
     κλητική ! περιχαρές περιχαρές
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ περιχαρεῖς τὰ περιχαρ
      γενική τῶν περιχαρῶν τῶν περιχαρῶν
      δοτική τοῖς/ταῖς περιχαρέσ(ν) τοῖς περιχαρέσ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς περιχαρεῖς τὰ περιχαρ
     κλητική ! περιχαρεῖς περιχαρ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ περιχαρεῖ τὼ περιχαρεῖ
      γεν-δοτ τοῖν περιχαροῖν τοῖν περιχαροῖν
3η κλίση, Κατηγορία 'συνεχής' όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
περιχαρής < περι- + -χαρής (χαίρω)

Επίθετο

[επεξεργασία]

περιχαρής, -ής, -ές

Συγγενικά

[επεξεργασία]