στρατοπεδάρχης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- στρατοπεδάρχης < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή στρατοπεδάρχης.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε στρατόπεδ(ο) + -άρχης (< άρχω)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /stɾa.to.peˈðaɾ.çis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : στρα‐το‐πε‐δάρ‐χης
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]στρατοπεδάρχης αρσενικό
- (στρατιωτικός βαθμός) ο διοικητής στρατοπέδου
- συντομογραφία: στρδρχης
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] στρατοπεδάρχης
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ στρατοπεδάρχης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
[επεξεργασία]Δείτε
|
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- στρατοπεδάρχης < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή στρατοπεδάρχης. Συγχρονικά αναλύεται σε στρατόπεδ(ον) + -άρχης
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]στρατοπεδάρχης αρσενικό
- (στρατιωτικός βαθμός) τίτλος ανώτερου αξιωματικού στη βυζαντινή στρατιωτική ιεραρχία, όπως επικεφαλής εκστρατείας, στρατηγός, στρατηλάτης
- ※ 14/15ος αιώνας, ⌘ Ψευδο-Γεώργιος Κωδινός Κουροπαλάτης, Περὶ ὀφφικιαλίων... καὶ περὶ τῶν ὀφφικίων, (Επιμ. Bekker, Codinini Curopalatae, De officialibus, Βόννη, 1839, σελ.42
- Ὁ στρατοπεδάρχης τῶν τζακόνων ἐπιμελεῖται τῶν εἰς τὰ κάστρα εὑρισκομένων φυλάξεων, οἵτινες τζάκονες ὀνομάζονται.
Σημειώσεις
[επεξεργασία]- Ο «μέγας στρατοπεδάρχης» ήταν ανώτερος ιεραρχικά του «στρατοπεδάρχη»
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | στρατοπεδάρχης | οἱ | στρατοπεδάρχαι | ||||
γενική | τοῦ | στρατοπεδάρχου | τῶν | στρατοπεδαρχῶν | ||||
δοτική | τῷ | στρατοπεδάρχῃ | τοῖς | στρατοπεδάρχαις | ||||
αιτιατική | τὸν | στρατοπεδάρχην | τοὺς | στρατοπεδάρχᾱς | ||||
κλητική ὦ! | στρατοπεδάρχᾰ | στρατοπεδάρχαι | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | στρατοπεδάρχᾱ | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | στρατοπεδάρχαιν | ||||||
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | ||||||||
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'τοξότης' όπως «τοξότης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- στρατοπεδάρχης < αρχαία ελληνική στρατόπεδ(ον) + -άρχης (< ἄρχω), μεταφραστικό δάνειο από τη λατινική praefectus castrorum < praefectus (αξιωματικός) & γενική πληθυντικού του ουδετέρου castrum (φρούριο).
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]στρατοπεδάρχης [στρᾰτοπεδᾰρχης] αρσενικό
- (ελληνιστική κοινή , στρατιωτικός βαθμός) όπως στρατοπεδάρχης, αρχηγός στρατοπέδου
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη στρατοπεδεύω
Πηγές
[επεξεργασία]- στρατοπεδάρχης - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- στρατοπεδάρχης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναύτης' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -άρχης (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Στρατιωτικοί βαθμοί (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από την ελληνιστική κοινή (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -άρχης (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Μεσαιωνικά ελληνικά
- Ουσιαστικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Στρατιωτικοί βαθμοί (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Ουσιαστικά με αρχαίες κλίσεις (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως η ομάδα 'στρατιώτης' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'τοξότης' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τοξότης' (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης αρσενικά (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά αρσενικά (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως τα -ης (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά αρσενικά παροξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις παροξύτονες (ελληνιστική κοινή)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (ελληνιστική κοινή)
- Δημιουργία λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις με επίθημα -άρχης (ελληνιστική κοινή)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα λατινικά (ελληνιστική κοινή)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (ελληνιστική κοινή)
- Ελληνιστική κοινή
- Ουσιαστικά (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Στρατιωτικοί βαθμοί (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)