Μετάβαση στο περιεχόμενο

στρατοπεδάρχης

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο στρατοπεδάρχης οι στρατοπεδάρχες
      γενική του στρατοπεδάρχη των στρατοπεδαρχών
    αιτιατική τον στρατοπεδάρχη τους στρατοπεδάρχες
     κλητική στρατοπεδάρχη στρατοπεδάρχες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
στρατοπεδάρχης < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή στρατοπεδάρχης.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε στρατόπεδ(ο) + -άρχης (< άρχω)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /stɾa.to.peˈðaɾ.çis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: στρατοπεδάρχης

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

στρατοπεδάρχης αρσενικό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]



Δείτε

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
στρατοπεδάρχης < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή στρατοπεδάρχης. Συγχρονικά αναλύεται σε στρατόπεδ(ον) + -άρχης

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

στρατοπεδάρχης αρσενικό

Σημειώσεις

[επεξεργασία]
  • Ο «μέγας στρατοπεδάρχης» ήταν ανώτερος ιεραρχικά του «στρατοπεδάρχη»

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]



ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική στρατοπεδάρχης οἱ στρατοπεδάρχαι
      γενική τοῦ στρατοπεδάρχου τῶν στρατοπεδαρχῶν
      δοτική τῷ στρατοπεδάρχ τοῖς στρατοπεδάρχαις
    αιτιατική τὸν στρατοπεδάρχην τοὺς στρατοπεδάρχᾱς
     κλητική ! στρατοπεδάρχ στρατοπεδάρχαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  στρατοπεδάρχ
γεν-δοτ τοῖν  στρατοπεδάρχαιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'τοξότης' όπως «τοξότης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
στρατοπεδάρχης < αρχαία ελληνική στρατόπεδ(ον) + -άρχης (< ἄρχω), μεταφραστικό δάνειο από τη λατινική praefectus castrorum < praefectus (αξιωματικός) & γενική πληθυντικού του ουδετέρου castrum (φρούριο).

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

στρατοπεδάρχης [στρᾰτοπεδᾰρχης] αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]