συρφετώδης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συρφετώδης η συρφετώδης το συρφετώδες
      γενική του συρφετώδους της συρφετώδους του συρφετώδους
    αιτιατική τον συρφετώδη τη συρφετώδη το συρφετώδες
     κλητική συρφετώδη(ς) συρφετώδης συρφετώδες
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συρφετώδεις οι συρφετώδεις τα συρφετώδη
      γενική των συρφετωδών των συρφετωδών των συρφετωδών
    αιτιατική τους συρφετώδεις τις συρφετώδεις τα συρφετώδη
     κλητική συρφετώδεις συρφετώδεις συρφετώδη
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

συρφετώδης < ελληνιστική κοινή συρφετώδης. Μορφολογικά αναλύεται σε συρφετ(ός) + -ώδης.

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /siɾ.feˈto.ðis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συρ‐φε‐τώ‐δης

Επίθετο[επεξεργασία]

συρφετώδης, -ης, -ες

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / συρφετώδης τὸ συρφετῶδες
      γενική τοῦ/τῆς συρφετώδους τοῦ συρφετώδους
      δοτική τῷ/τῇ συρφετώδει τῷ συρφετώδει
    αιτιατική τὸν/τὴν συρφετώδη τὸ συρφετῶδες
     κλητική ! συρφετῶδες συρφετῶδες
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ συρφετώδεις τὰ συρφετώδη
      γενική τῶν συρφετώδων τῶν συρφετώδων
      δοτική τοῖς/ταῖς συρφετώδεσ(ν) τοῖς συρφετώδεσ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς συρφετώδεις τὰ συρφετώδη
     κλητική ! συρφετώδεις συρφετώδη
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ συρφετώδει τὼ συρφετώδει
      γεν-δοτ τοῖν συρφετώδοιν τοῖν συρφετώδοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'μανιώδης' όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

συρφετώδης < αρχαία ελληνική συρφετός + -ώδης

Επίθετο[επεξεργασία]

συρφετώδης, -ης, -ες (ελληνιστική κοινή)

  1. ο ανάμικτος
  2. (μεταφορικά) ο χυδαίος
  3. ο τιποτένιος

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]