συρφετώδης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συρφετώδης < ελληνιστική κοινή συρφετώδης. Μορφολογικά αναλύεται σε συρφετ(ός) + -ώδης.
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /siɾ.feˈto.ðis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συρ‐φε‐τώ‐δης
Επίθετο[επεξεργασία]
συρφετώδης, -ης, -ες
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
συρφετώδης
|
Πηγές[επεξεργασία]
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
- συρφετώδης - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | συρφετώδης | τὸ | συρφετῶδες | ||
γενική | τοῦ/τῆς | συρφετώδους | τοῦ | συρφετώδους | ||
δοτική | τῷ/τῇ | συρφετώδει | τῷ | συρφετώδει | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | συρφετώδη | τὸ | συρφετῶδες | ||
κλητική ὦ! | συρφετῶδες | συρφετῶδες | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | συρφετώδεις | τὰ | συρφετώδη | ||
γενική | τῶν | συρφετώδων | τῶν | συρφετώδων | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | συρφετώδεσῐ(ν) | τοῖς | συρφετώδεσῐ(ν) | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | συρφετώδεις | τὰ | συρφετώδη | ||
κλητική ὦ! | συρφετώδεις | συρφετώδη | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | συρφετώδει | τὼ | συρφετώδει | ||
γεν-δοτ | τοῖν | συρφετώδοιν | τοῖν | συρφετώδοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'μανιώδης' όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συρφετώδης < αρχαία ελληνική συρφετός + -ώδης
Επίθετο[επεξεργασία]
συρφετώδης, -ης, -ες (ελληνιστική κοινή)
- ο ανάμικτος
- (μεταφορικά) ο χυδαίος
- ο τιποτένιος
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη συρφετός
Πηγές[επεξεργασία]
- συρφετώδης - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- συρφετώδης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'μανιώδης' (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ώδης (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επίθετα με κλίση όπως το 'μανιώδης' (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα 3ης κλίσης (ελληνιστική κοινή)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'μανιώδης' (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις παροξύτονες (ελληνιστική κοινή)
- Επίθετα παροξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (ελληνιστική κοινή)
- Παραγωγή λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις με επίθημα -ώδης (ελληνιστική κοινή)
- Ελληνιστική κοινή
- Επίθετα (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)