ψηφισθείς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ψηφισθείς | η | ψηφισθείσα | το | ψηφισθέν |
γενική | του | ψηφισθέντος & ψηφισθέντα1 |
της | ψηφισθείσας & ψηφισθείσης* |
του | ψηφισθέντος |
αιτιατική | τον | ψηφισθέντα | την | ψηφισθείσα | το | ψηφισθέν |
κλητική | ψηφισθείς | ψηφισθείσα | ψηφισθέν | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ψηφισθέντες | οι | ψηφισθείσες | τα | ψηφισθέντα |
γενική | των | ψηφισθέντων | των | ψηφισθεισών | των | ψηφισθέντων |
αιτιατική | τους | ψηφισθέντες | τις | ψηφισθείσες | τα | ψηφισθέντα |
κλητική | ψηφισθέντες | ψηφισθείσες | ψηφισθέντα | |||
Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -είς -εῖσα, -έν 1 νεότερος τύπος * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
ομάδα 'πληγείς', Κατηγορία όπως «παρευρεθείς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ψηφισθείς < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ψηφισθείς
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /psi.fiˈsθis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ψη‐φι‐σθείς
Μετοχή
[επεξεργασία]ψηφισθείς
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Μετοχή
[επεξεργασία]ψηφισθείς
- μετοχή παθητικού αορίστου (ἐψηφίσθην) του ρήματος ψηφίζω: αυτός που ψηφίστηκε, ορίστηκε, που αποφασίστηκε
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Μετοχές που κλίνονται όπως η ομάδα 'πληγείς' (νέα ελληνικά)
- Μετοχές που κλίνονται όπως το 'παρευρεθείς' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Μετοχές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αρχαιοπρεπείς όροι (νέα ελληνικά)
- Μετοχές παθητικού αορίστου (νέα ελληνικά)
- Μετοχές με κλίση όπως το 'λυθείς' (αρχαία ελληνικά)
- Μετοχές 3ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Μετοχές που κλίνονται όπως το 'λυθείς' (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις οξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Μετοχές οξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Μετοχές (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Μετοχές παθητικού αορίστου (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Ξενοφώντα (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)