ἀμήχανος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: αμήχανος

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἀμήχανος τὸ ἀμήχανον
      γενική τοῦ/τῆς ἀμηχάνου τοῦ ἀμηχάνου
      δοτική τῷ/τῇ ἀμηχάν τῷ ἀμηχάν
    αιτιατική τὸν/τὴν ἀμήχανον τὸ ἀμήχανον
     κλητική ! ἀμήχανε ἀμήχανον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἀμήχανοι τὰ ἀμήχαν
      γενική τῶν ἀμηχάνων τῶν ἀμηχάνων
      δοτική τοῖς/ταῖς ἀμηχάνοις τοῖς ἀμηχάνοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἀμηχάνους τὰ ἀμήχαν
     κλητική ! ἀμήχανοι ἀμήχαν
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἀμηχάνω τὼ ἀμηχάνω
      γεν-δοτ τοῖν ἀμηχάνοιν τοῖν ἀμηχάνοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἀμήχανος < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο[επεξεργασία]

ἀμήχανος, -ος, -ον

  1. ανίσχυρος, αδύνατος, που δεν έχει πόρους
  2. ανίκανος, ανεπιτήδειος
  3. απραγματοποίητος, ακατόρθωτος
  4. ακαταμάχητος
    ※  7ος↑ αιώνας Ἡσίοδος, Ἔργα καὶ Ἡμέραι, 83 ((83-85))
    αὐτὰρ ἐπεὶ δόλον αἰπὺν ἀμήχανον ἐξετέλεσσεν, | εἰς Ἐπιμηθέα πέμπε πατὴρ κλυτὸν Ἀργειφόντην | δῶρον ἄγοντα, θεῶν ταχὺν ἄγγελον·
    Κι αφού συμπλήρωσε το φοβερό το δόλο τον ακαταμάχητο, | έστειλε ο Πατέρας στον Επιμηθέα τον ξακουστό φονιά του Άργου | με το δώρο, τον ταχύ αγγελιαφόρο των θεών.
    Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
    ※  5ος↑ αιώνας Εὐριπίδης, Μήδεια, στίχ. 392 ((392-394))
    ἢ δ᾽ ἐξελαύνῃ ξυμφορά μ᾽ ἀμήχανος, | αὐτὴ ξίφος λαβοῦσα, κεἰ μέλλω θανεῖν, | κτενῶ σφε, τόλμης δ᾽ εἶμι πρὸς τὸ καρτερόν.
    Αν πάλι κάποια συμφορά ακαταμάχητη ορθωθεί εμπρός μου, | θα αδράξω το ξίφος και θα τους σκοτώσω, | ακόμα και αν είναι να πεθάνω. Θα φτάσω στο ακρότατο σημείο της τόλμης.
    Μετάφραση (2012): Θ. Κ. Στεφανόπουλος, Αθήνα: Κίχλη @greek‑language.gr
  5. ανώφελος, άχρηστος
  6. (για πράγματα) δύσκολος, αδύνατος
  7. πολύ μεγάλος, απέραντος
    ※  5ος/4ος↑ αιώνας Πλάτων, Πολιτεία, 10, 608c
    Καὶ μήν, ἦν δ᾽ ἐγώ, τά γε μέγιστα ἐπίχειρα ἀρετῆς καὶ προκείμενα ἆθλα οὐ διεληλύθαμεν. Ἀμήχανόν τι, ἔφη, λέγεις μέγεθος, εἰ τῶν εἰρημένων μείζω ἐστὶν ἄλλα.
    Και όμως δεν μιλήσαμε ακόμα για τις πάρα πολύ μεγάλες ανταμοιβές και τα έπαθλα που ορίζονται για την αρετή. Πρέπει να ᾽ναι απίθανα μεγάλες, αν υπάρχουν άλλες μεγαλύτερες απ᾽ όσες αναφέραμε ήδη.
    Μετάφραση (στη δημοτική, χ.χ.): Ιωάννης Γρυπάρης. Θεσσαλονίκη: ΚΕΓ, 2015 (στην καθαρεύουσα, 1911, Εκδ.Φέξη) @greek‑language.gr
  8. (για μεγέθη ή ένταση) ασύλληπτος, αδιανόητος
    ※  5ος/4ος↑ αιώνας Πλάτων, Συμπόσιον, 218e ((218d-218e))
    Ὦ φίλε Ἀλκιβιάδη, κινδυνεύεις τῷ ὄντι οὐ φαῦλος εἶναι, εἴπερ ἀληθῆ τυγχάνει ὄντα ἃ λέγεις περὶ ἐμοῦ, καί τις ἔστ᾽ ἐν ἐμοὶ δύναμις δι᾽ ἧς ἂν σὺ γένοιο ἀμείνων· ἀμήχανόν τοι κάλλος ὁρῴης ἂν ἐν ἐμοὶ καὶ τῆς παρὰ σοὶ εὐμορφίας πάμπολυ διαφέρον.
    Φίλε Αλκιβιάδη, βρίσκεσαι πολύ κοντά, τωόντι, στο να έχεις γίνει αξιόλογος, αν συμβαίνει τα όσα λες για μένα ν᾽ ανταποκρίνονται στην αλήθεια, κι ότι έχω μέσα μου μια δύναμη, με την οποία θα μπορούσες να βελτιωθείς. Θα ᾽χεις ατενίσει κάποια ανείπωτη ωραιότητα μέσα μου, πολύ πολύ ανώτερη απ᾽ τη δική σου ομορφιά.
    Μετάφραση (2004): Ηλίας Σπυρόπουλος, Θεσσαλονίκη:Ζήτρος. @greek‑language.gr
  9. (για όνειρα) δυσερμήνευτος, ανεξήγητος
    ※  8ος αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 19 (τ. Ὀδυσσέως καὶ Πηνελόπης ὁμιλία. Νίπτρα.), στίχ. 560 ((560-561))
    «ξεῖν᾽, ἦ τοι μὲν ὄνειροι ἀμήχανοι ἀκριτόμυθοι | γίγνοντ᾽, οὐδέ τι πάντα τελείεται ἀνθρώποισι.
    «Ξένε, τα ονείρατα πολλά κι αμήχανα μας έρχονται, | όμως δεν βγαίνουν όλα αληθινά στον άνθρωπο.
    Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]