ἠπεδανός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ἠπεδανός ἠπεδανή τὸ ἠπεδανόν
      γενική τοῦ ἠπεδανοῦ τῆς ἠπεδανῆς τοῦ ἠπεδανοῦ
      δοτική τῷ ἠπεδαν τῇ ἠπεδαν τῷ ἠπεδαν
    αιτιατική τὸν ἠπεδανόν τὴν ἠπεδανήν τὸ ἠπεδανόν
     κλητική ! ἠπεδανέ ἠπεδανή ἠπεδανόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ ἠπεδανοί αἱ ἠπεδαναί τὰ ἠπεδανᾰ́
      γενική τῶν ἠπεδανῶν τῶν ἠπεδανῶν τῶν ἠπεδανῶν
      δοτική τοῖς ἠπεδανοῖς ταῖς ἠπεδαναῖς τοῖς ἠπεδανοῖς
    αιτιατική τοὺς ἠπεδανούς τὰς ἠπεδανᾱ́ς τὰ ἠπεδανᾰ́
     κλητική ! ἠπεδανοί ἠπεδαναί ἠπεδανᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἠπεδανώ τὼ ἠπεδανᾱ́ τὼ ἠπεδανώ
      γεν-δοτ τοῖν ἠπεδανοῖν τοῖν ἠπεδαναῖν τοῖν ἠπεδανοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἠπεδανός < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο[επεξεργασία]

ἠπεδανός, -ή, -όν

  1. αδύνατος, ευάλωτος, ασθενικός
    ※  8ος αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 8 (Θ. Θεῶν ἀγορά. Κόλος μάχη.), στίχ. 104 (στίχοι 102-104)
    «ὦ γέρον, ἦ μάλα δή σε νέοι τείρουσι μαχηταί, | σὴ δὲ βίη λέλυται, χαλεπὸν δέ σε γῆρας ὀπάζει, | ἠπεδανὸς δέ νύ τοι θεράπων, βραδέες δέ τοι ἵπποι.
    «Ω γέρε, τώρα μαχηταί στενοχωρούν σε νέοι, | σ᾽ ήβρε το γήρας το κακό και η δύναμίς σου εκόπη, | αδύναμον θεράποντα και αργούς τους ίππους έχεις·
    Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
    ※  2ος↓ αιώνας Γαληνός, In Hippocratis Epidemiarum I, 6.1.29, p. 881 @scaife.perseus
    ἠπεδαναὶ πέμφιγες ἐπιτρύζουσι θανόντα.
  2. (για τον Ήφαιστο) ο μη αρτιμελής
    ※  8ος αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 8 (θ. Ὀδυσσέως σύστασις πρὸς Φαίακας.), στίχ. 311 (στίχοι 310-312)
    αὐτὰρ ἐγώ γε | ἠπεδανὸς γενόμην· ἀτὰρ οὔ τί μοι αἴτιος ἄλλος, | ἀλλὰ τοκῆε δύω, τὼ μὴ γείνασθαι ὄφελλον.
    ενώ εγώ | γεννήθηκα σακάτης· όχι από φταίξιμο άλλου κανενός, | μόνο των δυο γονιών μου, που καλύτερα να μ᾽ άφηναν αγέννητο.
    Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
     αντώνυμα: ἀρτίπους, ἀρτίπος
     συνώνυμα: χωλός
  3. (+ γενική) αυτός που στερείται από κάτι, στερημένος από κάτι
  4. αυτός που προκαλεί αδυναμία, εξασθένηση
  5. (για παιδί) αδύναμος
    ※  5ος πκε αιώνας Ἱπποκράτης, Γυναικεῖα, (De muliebribus), 1.27,@scaife.perseus
    Ἧσιν ἐν γαστρὶ ἐχούσῃσι περὶ τὸν ἕβδομον ἢ ὄγδοον μῆνα ἐξαπίνης τὸ πλήρωμα τῶν μαζῶν καὶ τῆς γαστρὸς ξυμπίπτει, καὶ οἱ μαζοὶ ξυνισχναίνονται, καὶ τὸ γάλα οὐ φαίνεται, φάναι τὸ παιδίον ἢ τεθνηκὸς εἶναι ἢ ζώειν τε καὶ εἶναι ἠπεδανόν.

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • ἠπεδανὸν πῡρ: χαμηλός πυρετός
    ※  5ος πκε αιώνας Ἱπποκράτης, Γυναικεῖα, (De muliebribus), 1.4, p. 26 @scaife.perseus
    καὶ πῦρ λήψεταί μιν μάλιστα τὰς ἡμέρας ἐν ᾗσι καθαίρεσθαι μεμαθήκει, ἠπεδανόν· εἰκὸς δέ ἐστι καὶ ἐν τῷ μεσηγὺ χρόνῳ πυρεταίνειν καὶ φρίσσειν καὶ καρδιώσσειν καὶ ἀνάγειν ἐπὶ τὸ πλῆθος ἀνὰ πᾶσαν ἡμέρην·
  • ἠπεδανός ὕπνος: ελαφρύς ύπνος

Πηγές[επεξεργασία]