βάτραχος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο βάτραχος οι βάτραχοι
      γενική του βάτραχου
βατράχου
των βάτραχων
βατράχων
    αιτιατική τον βάτραχο τους βάτραχους
βατράχους
     κλητική βάτραχε βάτραχοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
βάτραχος < αρχαία ελληνική βᾰ́τρᾰχος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

βάτραχος αρσενικό

  • (αμφίβιο) μικρό ζώο που ανήκει στην τάξη των άνουρων (χωρίς ουρά) αμφίβιων· τα πίσω πόδια του είναι μεγαλύτερα και τα δάχτυλά είναι ενωμένα με μεμβράνη· όταν είναι στην ξηρά μετακινείται με άλματα

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

σε διαλέκτους ή ιδιώματα:[1]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. Toad zoonyms mirror the linguistic and demographic history of Greece, National Library of Medicine, 29-03-2023, doi: 10.1371/journal.pone.0283136

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική βάτραχος οἱ βάτραχοι
      γενική τοῦ βατράχου τῶν βατράχων
      δοτική τῷ βατράχ τοῖς βατράχοις
    αιτιατική τὸν βάτραχον τοὺς βατράχους
     κλητική ! βάτραχε βάτραχοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  βατράχω
γεν-δοτ τοῖν  βατράχοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
βάτραχος < προελληνική [1]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

βάτραχος, -ου αρσενικό

  1. (αμφίβιο) βάτραχος
    ※  8oς αιώνας πκε, Pseudo-Homer, Βατραχομυομαχία, στίχος 81 (στίχοι 78-81)
    Οὐχ οὕτω νώτοισιν ἐβάστασε φόρτον ἔρωτος | ταῦρος ὅτ᾽ Εὐρώπην διὰ κύματος ἦγ᾽ ἐπὶ Κρήτην | ὡς μῦν ἁπλώσας ἐπινώτιον ἦγεν ἐς οἶκον | βάτραχος ὑψώσας ὠχρὸν δέμας ὕδατι λευκῷ.
    «Στη ράχη του όμοια δεν κουβάλησε το ερωτικό φορτίο | μεσ᾽ απ᾽ το κύμα ο Ταύρος φέρνοντας στην Κρήτη την Ευρώπη, | ως κουβαλάει εμέ στο σπίτι του, στην πλάτη του απλωμένον, | ο βάτραχος σ᾽ αφρούς σηκώνοντας το ολόχλωμό του σώμα».
    Μετάφραση (1978), Νικόλαος Κοτσελίδης, @greek‑language.gr
    5ος πκε αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 4 (Μελπομένη), 132.3
    Ἢν μὴ ὄρνιθες γενόμενοι ἀναπτῆσθε ἐς τὸν οὐρανόν, ὦ Πέρσαι, ἢ μύες γενόμενοι κατὰ τῆς γῆς καταδύητε, ἢ βάτραχοι γενόμενοι ἐς τὰς λίμνας ἐσπηδήσητε, οὐκ ἀπονοστήσετε ὀπίσω ὑπὸ τῶνδε τῶν τοξευμάτων βαλλόμενοι.
    «Πέρσες, αν δε γίνετε πουλιά να πετάξετε ψηλά στον ουρανό ή δε γίνετε ποντίκια να τρυπώσετε κάτω από τη γη ή δε γίνετε βάτραχοι να βρεθείτε μ᾽ ένα πήδημα στις λίμνες, δε θα γυρίσετε πίσω στον τόπο σας· το χτύπημα θα σας έρθει απ᾽ αυτά τα βέλη».
    Μετάφραση (1992): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
    ※  4ος πκε αιώνας Ἀριστοτέλης, Περὶ θαυμασίων ἀκουσμάτων, 70.1 @scaife.perseus
    Φασὶ δὲ καὶ ἐν Σερίφῳ τοὺς βατράχους οὐκ ᾄδειν· ἐὰν δὲ εἰς ἄλλον τόπον μετενεχθῶσιν, ᾄδουσιν.
    ※  4ος πκε αιώνας Ἀριστοτέλης, Τῶν περὶ τὰ ζῷα ἱστοριῶν, 9, 37 @scaife.perseus
    Ὁ μὲν γὰρ βάτραχος τοῖς πρὸ τῶν ὀφθαλμῶν ἀποκρεμαμένοις, ὦν τὸ μὲν μῆκός ἐστι τριχοειδές, ἐπ’ ἄκρου δὲ στρογγύλον, ὥσπερ προσκείμενον ἑκατέρῳ δελέατος χάριν·
  2. (ψάρι) είδος ψαριού, βατραχόψαρο
    ※  4ος πκε αιώνας Ἀριστοτέλης, Περὶ ζῴων γενέσεως, 3.3 @scaife.perseus
    Ἔτι δ’ ἐστὶν ᾠοτόκον τὸ τῶν ἰχθύων γένος. τούτων δὲ τὰ μὲν ἔχοντα κάτω τὴν ὑστέραν ἀτελὲς ᾠὸν τίκτει διὰ τὴν πρότερον εἰρημένην αἰτίαν, τὰ δὲ καλούμενα σελάχη τῶν ἰχθύων ἐν αὑτοῖς μὲν ᾠοτοκεῖ τέλειον ᾠὸν ἔξω δὲ ζῳοτοκεῖ, πλὴν ἑνὸς ὃν καλοῦσι βάτραχον·
  3. (ιατρική) ασθένεια της γλώσσας που συνήθως εμφανίζεται κάτω από τη γλώσσα

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.