τολμηρός: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Interwicket (συζήτηση | συνεισφορές)
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 1: Γραμμή 1:
{{=el=}}
{{=el=}}
{{el-κλίσ-'καλός'|τομηρ}}
{{el-κλίσ-'καλός'|τολμηρ}}
{{-ετυμ-}}
{{-ετυμ-}}
: '''{{PAGENAME}}''' < {{αρχ}} [[τολμηρός]]
: '''{{PAGENAME}}''' < {{αρχ}} [[τολμηρός]]
Γραμμή 37: Γραμμή 37:
<!-- * {{br}} : {{τ|br|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{br}} : {{τ|br|ΧΧΧ}} -->
{{-}}
{{-}}
* {{fr}} : {{τ|fr|audacieux}}
* {{fr}} : {{τ|fr|hardi}}
<!-- * {{de}} : {{τ|de|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{de}} : {{τ|de|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{da}} : {{τ|da|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{da}} : {{τ|da|ΧΧΧ}} -->

Αναθεώρηση της 11:11, 19 Αυγούστου 2009

Πρότυπο:=el=

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τολμηρός η τολμηρή το τολμηρό
      γενική του τολμηρού της τολμηρής του τολμηρού
    αιτιατική τον τολμηρό την τολμηρή το τολμηρό
     κλητική τολμηρέ τολμηρή τολμηρό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τολμηροί οι τολμηρές τα τολμηρά
      γενική των τολμηρών των τολμηρών των τολμηρών
    αιτιατική τους τολμηρούς τις τολμηρές τα τολμηρά
     κλητική τολμηροί τολμηρές τολμηρά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Πρότυπο:-ετυμ-

τολμηρός < αρχαία ελληνική τολμηρός

Πρότυπο:-προφ-

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε; αρσενικό
λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε; θηλυκό
λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε; ουδέτερο

Πρότυπο:-επιθ- τολμηρός, -ή, -ό

  1. που δε διστάζει να κάνει επικίνδυνες ενέργειες, για να υπερνικήσει εμπόδια
     συνώνυμα: αποφασιστικός, άφοβος, ριψοκίνδυνος
    Πρότυπο:αντ άτολμος, δειλός, διστακτικός
  2. που έχει θράσος ή/και αναίδεια
     συνώνυμα: αναιδής, θρασύς
  3. που υπερβαίνει τα όρια της ηθικής
    μια τολμηρή εμφάνιση, ένα τολμηρό ντεκολτέ

Πρότυπο:-συγγ-

Πρότυπο:-συνθ-

Πρότυπο:-μτφ-