βύσμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το βύσμα τα βύσματα
      γενική του βύσματος των βυσμάτων
    αιτιατική το βύσμα τα βύσματα
     κλητική βύσμα βύσματα
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βύσμα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική βύσμα (βούλωμα)[1] < βύω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈvi.zma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βύ‐σμα
βύσμα συσκευής ήχου

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

βύσμα ουδέτερο

  1. (ηλεκτρολογία) αρσενική υποδοχή λήψης ρεύματος
     συνώνυμα: φις, ρευματολήπτης
  2. κομμάτι από κάποιο υλικό (π.χ. ξύλο ή πλαστικό) που χρησιμοποιείται για να βουλλώνει τρύπες ή άλλα ανοίγματα
  3. (ιατρική) κυψελίδα που έχει συσσωρευτεί στον έξω ακουστικό πόρο του αφτιού κι εμποδίζει να φτάσει ο ήχος στον υμένα του τύμπανου
  4. (ιατρική) πώμα από γάζα και βαμβάκι, με το οποίο καλύπτονται σημεία ή κοιλότητες του σώματος που αιμορραγούν
  5. (αργκό, ιδίως στρατωτική) πρόσωπο που μπορεί να ασκεί επίδραση σε αποφάσεις ή εξελίξεις υπέρ ενός άλλου ατόμου ή ομάδας ατόμων

Συγγενικά[επεξεργασία]

στρατιωτική αργκό:

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
βῠσματ-
ονομαστική τὸ βύσμᾰ τὰ βύσμᾰτ
      γενική τοῦ βύσμᾰτος τῶν βυσμᾰ́των
      δοτική τῷ βύσμᾰτ τοῖς βύσμᾰσῐ(ν)
    αιτιατική τὸ βύσμᾰ τὰ βύσμᾰτ
     κλητική ! βύσμᾰ βύσμᾰτ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  βύσμᾰτε
γεν-δοτ τοῖν  βυσμᾰ́τοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'κτῆμα' όπως «κτῆμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βύσμα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

βύσμα, -ατος ουδέτερο

  1. απόφραξη, φράξιμο, βούλωμα, πώμα
    ※  5ος αιώνας πκε Ἱπποκράτης, Γυναικεῖα, (De muliebribus), 3.222, p. 430 @scaife.perseus
    κείνη δὲ ἐξελοῦσα τὸ βύσμα, ἐς τὴν μήτρην ἐνθέσθαι· αὐτὴ δὲ εἰδήσει ὅκου δεῖ· ἔπειτα δὲ πιέζειν τῇ χειρὶ τὴν κύστιν, ἔστ’ ἂν τὸ πῦον ἐκρυῇ ἔξω πᾶν·
    ※  5ος/4ος πκε αιώνας Ἀριστοφάνης, Απόσπασμα 299, Απόσπασμα από κωμωδία αποδιδόμενη στον Αριστοφάνη, Ήρωες, @archive.org
    τρέχ' εἰς τὸν οἶνον ἀμφορέα κενὸν λαβὼν | τῶν ἔνδοθεν καὶ βύσμα καὶ γευστήριον, | κἄπειτα μίσθου σαυτὸν ἀμφορεαφορεῖν.
    ※  5ος/4ος πκε αιώνας Ἀριστοφάνης, Απόσπασμα 24, Απόσπασμα από κωμωδία αποδιδόμενη στον Αριστοφάνη, Αμφιάραος, @archive.org
    πόθεν ἂν λάβοιμι βύσμα τῷ πρωκτῷ φλέων;
  2. (ιατρική) φυτικές ίνες, που χρησιμοποιούνται στην ιατρική
    ※  5ος αιώνας πκε Ἱπποκράτης, Γυναικεῖα, (De muliebribus), 2.114, @scaife.perseus
    πρωῒ δὲ πῦρ πολλὸν κατακαύσας, ἐπιτιθέναι· καὶ φλόμου βύσματα ἀπὸ ἐλαιηρῶν κεραμίων, καὶ ἀπὸ τοῦ κνάφου τῶν κναφέων ξύμμισγε καθαρσίων, καὶ τοῦ καρποῦ τοῦ ὄφιος·

Συγγενικά[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]