γενέθλιος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γενέθλιος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική γενέθλιος
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ʝeˈne.θli.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γε‐νέ‐θλι‐ος
Επίθετο[επεξεργασία]
γενέθλιος, -α, -ο
- που αναφέρεται στη γέννηση
- ↪ η γενέθλια γη
- → δείτε και τις λέξεις γενέθλιο και γενέθλια: ο σχετικός με την ημερομηνία γέννησης
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γενέθλιος
|
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
γένη → | αρσενικό & θηλυκό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | γενέθλιος | ἡ | γενεθλίᾱ | τὸ | γενέθλιον |
γενική | τοῦ/τῆς | γενεθλίου | τῆς | γενεθλίᾱς | τοῦ | γενεθλίου |
δοτική | τῷ/τῇ | γενεθλίῳ | τῇ | γενεθλίᾳ | τῷ | γενεθλίῳ |
αιτιατική | τὸν/τὴν | γενέθλιον | τὴν | γενεθλίᾱν | τὸ | γενέθλιον |
κλητική ὦ! | γενέθλιε | γενεθλίᾱ | γενέθλιον | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | γενέθλιοι | αἱ | γενέθλιαι | τὰ | γενέθλιᾰ |
γενική | τῶν | γενεθλίων | τῶν | γενεθλίων | τῶν | γενεθλίων |
δοτική | τοῖς/ταῖς | γενεθλίοις | ταῖς | γενεθλίαις | τοῖς | γενεθλίοις |
αιτιατική | τοὺς/τὰς | γενεθλίους | τὰς | γενεθλίᾱς | τὰ | γενέθλιᾰ |
κλητική ὦ! | γενέθλιοι | γενέθλιαι | γενέθλιᾰ | |||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | γενεθλίω | τὼ | γενεθλίᾱ | τὼ | γενεθλίω |
γεν-δοτ | τοῖν | γενεθλίοιν | τοῖν | γενεθλίαιν | τοῖν | γενεθλίοιν |
Ο τύπος του θηλυκού σε -ος, περισσότερο συνηθισμένος. | ||||||
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'βέβαιος' όπως «βέβαιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γενέθλιος < γενέθλη ή γένεθλον < γίγνομαι / γενεά + -θλον ή από τον αόριστο ἐγεννήθην του γεννάω-γεννῶ
Επίθετο[επεξεργασία]
γενέθλιος, -ος, -ον, αργότερα και -ος, -α, -ον
- ο σχετικός με τη γέννηση, με τη μάνα
- ↪ἐξ οὗπερ αἷμα γενέθλιον κατήνυσεν (το αίμα της μητέρας του)
- ↪ οὐδὲν σεβίζῃ γενεθλίους ἀράς, τέκνον; (δεν φοβάσαι καθόλου την κατάρα της μάνας σου;)
- ο σχετικός με τα γενέθλια
- ↪ γενέθλιος δόσις (το δώρο των γενεθλίων), γενέθλιος ἡμέρα
- ο οικογενειακός ή ο σχετικός με το γένος, την πατρίδα, εκείνος που παρέχει τη γέννηση
- ↪ γενεθλίους θεοὺς εἰς παίδων αὑτοῦ σπορὰν ἴσχοι κατὰ λόγον.
- ↪ καὶ θεοὺς γενεθλίους καλεῖ πατρῴας γῆς
[επεξεργασία]
→ και δείτε τη λέξη γεννάω
Πηγές[επεξεργασία]
- γενέθλιος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- γενέθλιος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως η ομάδα 'ωραίος' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'θαυμάσιος' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επίθετα με κλίση όπως το 'βέβαιος' (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'βέβαιος' (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις προπαροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Επίθετα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)