κακόφωνος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κακόφωνος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο[επεξεργασία]
κακόφωνος
- που έχει κακή φωνή
- (μουσική) ο αταίριαστος μουσικά αλλά όχι απαραιτήτως αποτελούμενος από (δυσαρμονικά) διαστήματα διαφωνίας
- (πχ τυχαίο αρμονικά διαστήματα μπορούν να συνδυαστούν κακόφωνα, ενώ δυσαρμονικά διαστήματα σε μουσική ταινίας δράσης μπορούν να συνδυαστούν δυσάρεστα μεν μα καλόφωνα)
- βλέπε: cacophony vs dissonance
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κακόφωνος