μπανάνα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μπανάνα οι μπανάνες
      γενική της μπανάνας των μπανανών
    αιτιατική την μπανάνα τις μπανάνες
     κλητική μπανάνα μπανάνες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
πράσινες μπανάνες πάνω στη μπανανιά
ώριμες μπανάνες
γυναίκα φοράει κόκκινη μπανάνα

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μπανάνα < (άμεσο δάνειο) ιταλική banana < ίσως από πορτογαλική γλώσσα της Γουϊνέας στη Δυτική Αφρική[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /baˈna.na/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μπα‐νά‐να

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μπανάνα θηλυκό

  1. (φρούτο) o καρπός της μπανανιάς. Φρούτο στενόμακρο, σε σχήμα μισοφέγγαρου, είναι πράσινη όταν είναι άγουρη και κίτρινη όταν ωριμάσει, έχει παχιά φλούδα που ανοίγει σε 4-5 κομμάτια, λευκή τρυφερή και γλυκιά "σάρκα".
  2. (τεχνολογία) είδος βύσματος
  3. (ενδυμασία) τσαντάκι που φοριέται στη μέση (συνήθως με σχήμα μπανάνας)
  4. (ναυτικός όρος) φουσκωτή βάρκα με σχήμα μπανάνας

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.