μονόφθαλμος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μονόφθαλμος η μονόφθαλμη το μονόφθαλμο
      γενική του μονόφθαλμου της μονόφθαλμης του μονόφθαλμου
    αιτιατική τον μονόφθαλμο τη μονόφθαλμη το μονόφθαλμο
     κλητική μονόφθαλμε μονόφθαλμη μονόφθαλμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μονόφθαλμοι οι μονόφθαλμες τα μονόφθαλμα
      γενική των μονόφθαλμων των μονόφθαλμων των μονόφθαλμων
    αιτιατική τους μονόφθαλμους τις μονόφθαλμες τα μονόφθαλμα
     κλητική μονόφθαλμοι μονόφθαλμες μονόφθαλμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μονόφθαλμος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μονόφθαλμος < μον- + ὀφθαλμός

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /moˈno.fθal.mos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μο‐νό‐φθαλ‐μος

Επίθετο[επεξεργασία]

μονόφθαλμος, -η, -ο (χωρίς παραθετικά)

  1. που βλέπει μόνο από το ένα μάτι (οφθαλμό)
  2. που έχει ένα μόνο μάτι

Παροιμίες[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μονόφθαλμος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μονόφθαλμος < μον- + ὀφθαλμός

Επίθετο[επεξεργασία]

μονόφθαλμος

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]


Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / μονόφθαλμος τὸ μονόφθαλμον
      γενική τοῦ/τῆς μονοφθάλμου τοῦ μονοφθάλμου
      δοτική τῷ/τῇ μονοφθάλμ τῷ μονοφθάλμ
    αιτιατική τὸν/τὴν μονόφθαλμον τὸ μονόφθαλμον
     κλητική ! μονόφθαλμε μονόφθαλμον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ μονόφθαλμοι τὰ μονόφθαλμ
      γενική τῶν μονοφθάλμων τῶν μονοφθάλμων
      δοτική τοῖς/ταῖς μονοφθάλμοις τοῖς μονοφθάλμοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς μονοφθάλμους τὰ μονόφθαλμ
     κλητική ! μονόφθαλμοι μονόφθαλμ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ μονοφθάλμω τὼ μονοφθάλμω
      γεν-δοτ τοῖν μονοφθάλμοιν τοῖν μονοφθάλμοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μονόφθαλμος, ήδη τον 5ο αιώνα στον Ηρόδοτο (με τον ιωνικό τύπο) < μον- + ὀφθαλμός

Επίθετο[επεξεργασία]

μονόφθαλμος, -ος, -ον

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]