σύνταξη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σύνταξη | οι | συντάξεις |
γενική | της | σύνταξης* | των | συντάξεων |
αιτιατική | τη | σύνταξη | τις | συντάξεις |
κλητική | σύνταξη | συντάξεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, συντάξεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σύνταξη < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή σύνταξις • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈsin.da.ksi/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σύνταξη θηλυκό
- η εκφορά του γραπτού ή προφορικού λόγου με συγκεκριμένους κανόνες στη χρήση, θέση και σχέση των λέξεων μιας φράσης
- H σωστή σύνταξη διδάσκεται με το μάθημα του συντακτικού
- το γράψιμο ενός κειμένου, συνήθως επίσημου
- H σύνταξη του νομοσχεδίου καθυστέρησε με ευθύνη του αρμόδιου υπουργού
- στο δημοσιογραφικό κλάδο
- τα άτομα που εργάζονται γενικά ως δημοσιογράφοι
- οι συντάκτες που έχουν ως αντικειμενο την επιμέλεια κειμένων, γραπτών ή προφορικών
- ο χώρος στον οποίο είναι τα γραφεία των δημοσιογράφων
- Δώσε το κείμενο στη σύνταξη να βγάλει τίτλο και να το κάνει ελληνικά, γιατί το ρεπορτάζ είναι μέσα στις ασυνταξίες (δώσε το κείμενο σε επιμελητή συντάκτη)
- Δώσε τη γραμμή (την τηλεφωνική) στη σύνταξη να μιλήσει με τον αναγνώστη ένας ρεπόρτερ γιατί θέλει να κάνει καταγγελία ο άνθρωπος και πρέπει κάποιος να ψάξει το θέμα (δώσε τη γραμμή σε συντάκτη)
- Άσε το φάκελο στη σύνταξη. (το χώρο)
- η τοποθέτηση των ανδρών μιας στρατιωτικής μονάδας σε στοίχους και γραμμές κατά την τακτική της συγκέντρωση
- η αποχώρηση από την εργασιακή ζωή και η οικονομική επιβίωση με τη μηνιαία είσπραξη ενός ποσού που καταθέτει ο ασφαλιστικός και συνταξιοδοτικός φορέας του πρώην εργαζόμενου
- Ο Κώστας βγήκε στη σύνταξη.
- το ποσό που εισπράττει μηνιαία ένας συνταξιούχος από τον ασφαλιστικό ή συνταξιοδοτικό φορέα του ή το κράτος όταν για λόγους ηλικίας, ή ατυχήματος ή άλλους, παύει να εργάζεται και δικαιούται να συνταξιοδοτηθεί
- Πόση σύνταξη παίρνεις;
- (μαθηματικά, λογική) καθορισμός των επιτρεπτών ακολουθιών συμβόλων
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] γλωσσολογική έννοια
το γράψιμο ενός κειμένου
→ δείτε τη λέξη γράψιμο |
σύνταξη μιας στρατιωτικής μονάδας
αποχώρηση από την εργασία
Μεταφράσεις προς κατάταξη κατά έννοια
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μαθηματικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)