φαντασιοκόπος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φαντασιοκόπος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή φαντασιοκόπος (επίθετο) < φαντασί(α) + -ο- + -κόπος. Συγκρίνετε με το φαντασιόκοπος.
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /fan.da.si.oˈko.pos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φα‐ντα‐σι‐ο‐κό‐πος
- τονικό παρώνυμο: φαντασιόκοπος
Επίθετο[επεξεργασία]
φαντασιοκόπος, -ος/α, -ο [1] και φαντασιόκοπος, -η, -ο
- που φαντάζεται απραγματοποίητες καταστάσεις, τρέφεται από μάταιες ελπίδες, που ζει με χίμαιρες
- ※ 19ος αιώνας — Κατήντησες κενόφρων καὶ ἀσύνετος φαντασιοκόπος, παιδάκι μου ! » εἶπε τέλος πάντων ἡ γραῖα γυνὴ, ἀνίκανος νὰ συνέχῃ πλέον τὴν ἔκρηξιν τῆς ἀγανακτήσεώς της
- Ν. Αργυριάδης, Περικλής: Οι σκηναί εκ του ιδιωτικού και πολιτικού βίου των αρχαίων Αθηνών, 1861, σελ. 76 @books.google
- ※ 19ος αιώνας — τέλος μιά ἀνεψιά, Κλοτίλδη Δεροζαί, ἤς ὀ πατήρ εἶχε πρό μικροῦ πέσει ἐν Ἀφρικῇ, ὡραία κόρη μελαγχρὴς, θυμώδης, φαντασιοκόπος, παραχαϊδευμένη καί τρομερά προαγγγέλλουσα
- Πανδώρα, τόμος 14, 1864, σελ. 475 @books.google
- ※ 20ός αιώνας — Η μεταφορά, με λίγα λόγια, δεν είναι το φαντασιοκόπο 'διάνθισμα' των γεγονότων. Είναι ένας τρόπος 'εμπειρίας' των γεγονότων.
- Νεότερη Ευρωπαϊκή Λογοτεχνία: Λογοτεχνικά Είδη και Μορφές, Τεχνικές και Τρόποι Γραφής, "Μεταφορά" Επιμέλεια: Αντώνης Δημόπουλος - 1. Terence Hawkes, Μεταφορά, μετάφραση: Γαβριήλ-Νίκος Πεντζίκης, Αθήνα, εκδ. Ερμής, 1978, σσ. 9-32, 54-136.
- ※ 19ος αιώνας — Κατήντησες κενόφρων καὶ ἀσύνετος φαντασιοκόπος, παιδάκι μου ! » εἶπε τέλος πάντων ἡ γραῖα γυνὴ, ἀνίκανος νὰ συνέχῃ πλέον τὴν ἔκρηξιν τῆς ἀγανακτήσεώς της
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο/η | φαντασιοκόπος | οι | φαντασιοκόποι |
γενική | του/της | φαντασιοκόπου | των | φαντασιοκόπων |
αιτιατική | τον/τη | φαντασιοκόπο | τους/τις | φαντασιοκόπους |
κλητική | φαντασιοκόπε | φαντασιοκόποι | ||
Δείτε επίσης, την κλίση του επιθέτου, και το «φαντασιόκοπος». | ||||
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
φαντασιοκόπος αρσενικό ή θηλυκό (ή αρσενικό ουσιαστικό [2])
- που είναι φαντασιοκόπος
Συγγενικά[επεξεργασία]
- φαντασιοκόπημα
- φαντασιοκοπία
- φαντασιοκοπώ
- Λέξεις με φαντασιοκοπ- - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φαντασιοκόπος
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ φαντασιοκόπος, -ος, -ο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ s.v. φαντασιοκοπώ, & φαντασιοκόπος (ο) - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φαντασιοκόπος (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική φαντασί(α) + -ο- + -κόπος
Επίθετο[επεξεργασία]
φαντασιοκόπος, -ος, -ον
Συγγενικά[επεξεργασία]
→ και δείτε τις λέξεις φαντασία και κόπτω
Πηγές[επεξεργασία]
- φαντασιοκόπος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -κόπος (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Τονικά παρώνυμα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως η ομάδα '-ος -ος -ο & -α' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'ζημιογόνος' (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (καθαρεύουσα)
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ζωγράφος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά κοινού γένους (νέα ελληνικά)
- Επίθετα με κλίση όπως το 'δύσκολος' (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα 2ης κλίσης (ελληνιστική κοινή)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'τοξοβόλος' (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις παροξύτονες (ελληνιστική κοινή)
- Επίθετα παροξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (ελληνιστική κοινή)
- Παραγωγή λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις με επίθημα -κόπος (ελληνιστική κοινή)
- Ελληνιστική κοινή
- Επίθετα (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)