κόσμος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ r2.7.1) (Ρομπότ: Προσθήκη: it:κόσμος, lt:κόσμος
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ ενημέρωση των μεταφράσεων (παραμέτρων του προτύπου τ)
Γραμμή 61: Γραμμή 61:
{{μτφ-αρχή|το σύμπαν}}
{{μτφ-αρχή|το σύμπαν}}
* {{en}} : {{τ|en|universe}}
* {{en}} : {{τ|en|universe}}
* {{de}} :{{τ|de|Weltall (ο)}}, {{τ|de|Kosmos (α)}}, {{τ|de|Universum (o)}}
* {{de}} :{{τ|de|Weltall (ο)|noentry=1}}, {{τ|de|Kosmos (α)|noentry=1}}, {{τ|de|Universum (o)|noentry=1}}
{{μτφ-τέλος}}
{{μτφ-τέλος}}
{{μτφ-αρχή|η Γη}}
{{μτφ-αρχή|η Γη}}

Αναθεώρηση της 14:19, 24 Μαΐου 2011

Νέα ελληνικά (el)

Πρότυπο:el-κλίσ-'δρόμος'

Ετυμολογία

κόσμος < αρχαία ελληνική κόσμος

Προφορά

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;

Ουσιαστικό

κόσμος αρσενικό

  1. το σύμπαν
  2. ο πλανήτης Γη
  3. οι άνθρωποι, η κοινωνία
  4. οποιοδήποτε σύνολο ανθρώπων
  5. οι καλεσμένοι
  6. τα εγκόσμια κατ' αντιδιαστολή προς τον μοναχισμό
  7. (παρωχημένο) στολίδι

Συνώνυμα

Εκφράσεις

  • από καταβολής κόσμου: από τότε που υπάρχει ο κόσμος, από την αρχή
  • έφαγα τον κόσμο: έψαξα πολύ για να βρω (κάτι)
  • ζει σε άλλον κόσμο: είναι ξεκομμένος από την πραγματικότητα
  • ζει στον κόσμο του: είναι ξεκομμένος από την πραγματικότητα
  • χαλάει ο κόσμος : γίνεται μεγάλη φασαρία, γίνονται επεισόδια

Παροιμίες

  • εδώ ο κόσμος καίγεται και η γριά χτενίζεται: ενώ γίνονται γεγονότα που επαπηλούν τη ζωή κάποιου, αυτός ασχολείται με πράγματα άσχετα και δευτερεύοντα
  • ο κόσμος τό 'χει τούμπανο κι αυτός κρυφό καμάρι: συνήθως λέγεται ειρωνικά γιά κάποιον που νομίζει ότι είναι κατοχος ενός μεγάλου μυστικού, ενώ το ξέρει όλος ο κόσμος.


Συγγενικά

Μεταφράσεις

Προειδοποίηση: Το προεπιλεγμένο κλειδί ταξινόμησης «κοσμοσ'"`UNIQ--nowiki-00000000-QINU`"'κόσμοσ'"`UNIQ--nowiki-00000001-QINU`"'κόσμος'"`UNIQ--nowiki-00000002-QINU`"'» υπερισχύει του προηγούμενου προεπιλεγμένου κλειδιού «κοσμοσ».