βασιλίσκος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βασιλίσκος < αρχαία ελληνική βασιλίσκος, Μορφολογικά αναλύεται σε βασιλεύς + υποκοριστικό επίθημα -ίσκος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βασιλίσκος αρσενικό
- υποτιμητικός χαρακτηρισμός για έναν ασήμαντο βασιλιά
- μυθικό τέρας που συμβολίζει το κακό
- ερπετό της Ν. Αμερικής με χαρακτηριστικό λοφίο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βασιλίσκος
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | βασιλίσκος | οἱ | βασιλίσκοι | ||||
γενική | τοῦ | βασιλίσκου | τῶν | βασιλίσκων | ||||
δοτική | τῷ | βασιλίσκῳ | τοῖς | βασιλίσκοις | ||||
αιτιατική | τὸν | βασιλίσκον | τοὺς | βασιλίσκους | ||||
κλητική ὦ! | βασιλίσκε | βασιλίσκοι | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | βασιλίσκω | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | βασιλίσκοιν | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βασιλίσκος < βασιλεύς + υποκοριστικό επίθημα -ίσκος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βασιλίσκος αρσενικό
Πηγές[επεξεργασία]
- «βασιλίσκος» - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με υποκοριστικό επίθημα -ίσκος (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με αρχαίες κλίσεις (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'δρόμος' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης αρσενικά (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά αρσενικά (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' αρσενικά (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά αρσενικά παροξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' παροξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις παροξύτονες (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις με υποκοριστικό επίθημα -ίσκος (ελληνιστική κοινή)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Ελλείποντες ορισμοί (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)