δηλωθείς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ði.loˈθis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δη‐λω‐θείς
Ετυμολογία 1[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | δηλωθείς & δηλωθέντας |
η | δηλωθείσα | το | δηλωθέν |
γενική | του | δηλωθέντος & δηλωθέντα |
της | δηλωθείσας & δηλωθείσης* |
του | δηλωθέντος |
αιτιατική | τον | δηλωθέντα | τη | δηλωθείσα | το | δηλωθέν |
κλητική | δηλωθείς & δηλωθέντα |
δηλωθείσα | δηλωθέν | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | δηλωθέντες | οι | δηλωθείσες | τα | δηλωθέντα |
γενική | των | δηλωθέντων | των | δηλωθεισών | των | δηλωθέντων |
αιτιατική | τους | δηλωθέντες | τις | δηλωθείσες | τα | δηλωθέντα |
κλητική | δηλωθέντες | δηλωθείσες | δηλωθέντα | |||
Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -είς -εῖσα, -έν Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές. * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
ομάδα 'πληγείς', Κατηγορία όπως «πληγείς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
- δηλωθείς < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δηλωθείς
Μετοχή[επεξεργασία]
δηλωθείς, -είσα, -έν
- (λόγιο) μετοχή παθητικού αορίστου του ρήματος δηλώνω: που δηλώθηκε επισήμως, που αναφέρθηκε επισήμως, που ανακοινώθηκε, γνωστοποιήθηκε
- ↪ οι δηλωθείσες δαπάνες, ζημίες
- ↪ οι δηλωθέντες ημιυπαίθριοι, αθλητές (για κάποιο αγώνισμα)
- ↪ τα δηλωθέντα κρούσματα / η διαφορά μεταξύ δηλωθέντος και τεκμαρτού εισοδήματος
Συγγενικά[επεξεργασία]
→ και δείτε τη λέξη δηλώνω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Ετυμολογία 2[επεξεργασία]
- δηλωθείς: ρηματικός τύπος
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
δηλωθείς
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Μετοχή[επεξεργασία]
δηλωθείς, -εῖσα, -έν
- μετοχή παθητικού αορίστου (ἐδηλώθην) του ρήματος δηλόω, δηλῶ
Κατηγορίες:
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Μετοχές που κλίνονται όπως η ομάδα 'πληγείς' (νέα ελληνικά)
- Μετοχές που κλίνονται όπως το 'πληγείς' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Μετοχές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Μετοχές παθητικού αορίστου (νέα ελληνικά)
- Ρηματικοί τύποι (νέα ελληνικά)
- Μετοχές με κλίση όπως το 'λυθείς' (αρχαία ελληνικά)
- Μετοχές 3ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Μετοχές που κλίνονται όπως το 'λυθείς' (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις οξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Μετοχές οξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Μετοχές (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Μετοχές παθητικού αορίστου (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)