αρμονία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αρμονία | οι | αρμονίες |
γενική | της | αρμονίας | των | αρμονιών |
αιτιατική | την | αρμονία | τις | αρμονίες |
κλητική | αρμονία | αρμονίες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αρμονία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἁρμονία < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂er- (συνδέω) → δείτε και τις λέξεις ἁρμόζω και ἀραρίσκω [1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /aɾ.moˈni.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αρ‐μο‐νί‐α
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αρμονία θηλυκό
- η συμμετρία στη σχέση των μερών ενός συνόλου με το σύνολο
- ≠ αντώνυμα: δυσαρμονία
- → και δείτε τον όρο χρυσή τομή
- (μουσική)
- το ταίριασμα των μουσικών φθόγγων (διαδοχικά σε μελωδία ή κάθετα σε συγχορδία) ώστε να παράγεται ευχάριστο άκουσμα
- (ως τίτλος, με κεφαλαίο αρχικό) το μουσικό μάθημα για τις συγχορδίες και το σωστό χειρισμό τους
- ⮡ Άύριο έχω Αρμονία και πρέπει να λύσω μια άσκηση για τον μπάσο, και να εναρμονίσω μια μελωδία.
- (μεταφορικά) ομόνοια, σύμπνοια
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία] ετυμολογικό πεδίο
αρμον-
αρμον-
- αναρμονικός
- αναρμόνιστος
- ανάρμονος
- αντιαρμονικός
- αρμονίζω, αρμονίζομαι
- αρμόνικα
- αρμονικά (επίρρημα)
- αρμονική (και ουσιαστικό)
- αρμονικός & σύνθετα
- αρμονικότητα
- αρμονικώς (επίρρημα)
- αρμόνιο
- αρμόνισμα
- αρμονισμένος
- αρμονίστας
- αρμονιστής
- δυσαρμονία
- δυσαρμονικά (επίρρημα)
- δυσαρμονικότητα
- δυσαρμονικός
- δυσαρμονικώς (επίρρημα)
- δυσάρμονος
- εναρμόνια (επίρρημα)
- εναρμονίζω, εναρμονίζομαι
- εναρμονίζων, εναρμονίζουσα, εναρμονίζον
- εναρμόνιος
- εναρμόνιση
- εναρμονισμένα (επίρρημα)
- εναρμονισμένος
- εναρμονισμός
- εναρμονιστής
- εναρμονίστρια
- ευαρμονικός
- παναρμόνια (επίρρημα)
- παναρμονικός
- παναρμόνιος
- παναρμονισμένος
- συναρμονίζω
- συναρμονικός
- συναρμόνισμα
- φιλαρμονική (ουσιαστικό)
- φυσαρμόνικα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
ΣτΕ: το συνδέει με λέξη ἅρμων, -ονος (ως ανθρωπωνύμιο Ἅρμων)
Πηγές
[επεξεργασία]- αρμονία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂er- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μουσική (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Κεντρικά λήμματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)