σχήμα λόγου: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
→{{μεταφράσεις}}: + TR, FR |
|||
Γραμμή 136: | Γραμμή 136: | ||
<!-- * {{ta}} : {{τ|ta|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{ta}} : {{τ|ta|ΧΧΧ}} --> |
||
<!-- * {{tt}} : {{τ|tt|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{tt}} : {{τ|tt|ΧΧΧ}} --> |
||
* {{tr}} : {{τ|tr|söz sanatı}} |
* {{tr}} : {{τ|tr|söz sanatı}}, {{τ|tr|edebî sanat}} |
||
<!-- * {{tk}} : {{τ|tk|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{tk}} : {{τ|tk|ΧΧΧ}} --> |
||
<!-- * {{cs}} : {{τ|cs|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{cs}} : {{τ|cs|ΧΧΧ}} --> |
Αναθεώρηση της 16:14, 2 Δεκεμβρίου 2020
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σχήμα λόγου | τα | σχήματα λόγου |
γενική | του | σχήματος λόγου | των | σχημάτων λόγου |
αιτιατική | το | σχήμα λόγου | τα | σχήματα λόγου |
κλητική | σχήμα λόγου | σχήματα λόγου | ||
Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
Πολυλεκτικός όρος
σχήμα λόγου ουδέτερο
- (γραμματική) τεχνική έκφρασης με μη αναμενόμενη σειρά των λέξεων ή χωρίς κυριολεκτική σημασία που εντυπωσιάζει
- παγιωμένη έφκραση που εκφράζει υπερβολή ή έμφαση
- → δείτε την έκφραση που λέει ο λόγος
Υπώνυμα
- αναδίπλωση
- σχήμα ανακόλουθο
- σχήμα ανανταπόδοτο
- αναφορά
- αναφώνηση
- ανθυποφορά
- αντιστροφή
- αντονομασία
- βραχυλογία
- ειρωνεία
- σχήμα εν διά δυοίν
- επαναφορά
- επάνοδος
- επανόρθωση
- επιφώνηση
- ευφημισμός
- ζεύγμα
- σχήμα ισόκωλο
- σχήμα του καθολικού και του μερικού
- σχήμα κατά το νοούμενο
- σχήμα κατ' εξοχήν, σχήμα κατεξοχήν
- κατάχρηση
- κύκλος
- σχήμα λιτότητας
- μεταφορά
- μετωνυμία
- όλο
- σχήμα ομοιοκατάληκτο
- σχήμα ομοιοτελεύτητο
- σχήμα οξύμωρο
- παλιλλογία
- σχήμα παραλληλίας
- παραλληλισμός
- παρήχηση
- σχήμα πάρισο
- παρομοίωση
- πλεονασμός
- σχήμα πολυσύνδετο
- προδιόρθωση
- πρόληψη
- προσωποποίηση
- σχήμα πρωθύστερο
- ρητορικό σχήμα
- συμπλοκή
- σύμφυρση
- συνεκδοχή
- ταυτολογία
- υπαλλαγή
- σχήμα υπερβατό
- υποφορά
- σχήμα χιαστό
Δείτε επίσης
Μεταφράσεις
σχήμα λόγου
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'όνομα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Πολυλεκτικοί όροι με ένα κλιτό (νέα ελληνικά)
- Κλίση ουδέτερων πολυλεκτικών όρων με ένα κλιτό (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Πολυλεκτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γραμματική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)