κωπήλατος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: κωπηλάτης

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κωπήλατος η κωπήλατη το κωπήλατο
      γενική του κωπήλατου της κωπήλατης του κωπήλατου
    αιτιατική τον κωπήλατο την κωπήλατη το κωπήλατο
     κλητική κωπήλατε κωπήλατη κωπήλατο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κωπήλατοι οι κωπήλατες τα κωπήλατα
      γενική των κωπήλατων των κωπήλατων των κωπήλατων
    αιτιατική τους κωπήλατους τις κωπήλατες τα κωπήλατα
     κλητική κωπήλατοι κωπήλατες κωπήλατα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κωπήλατος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κωπήλατος < αρχαία ελληνική κωπηλάτης. Μορφολογικά αναλύεται σε κωπ(ίον) + -ήλατος (< ἐλαύνω)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /koˈpi.la.tos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κω‐πή‐λα‐τος

Επίθετο[επεξεργασία]

κωπήλατος, -η, -ο [1][2]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. κωπήλατος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. «κωπήλατος, -η, -ο» (λόγ.)- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / κωπήλατος τὸ κωπήλατον
      γενική τοῦ/τῆς κωπηλάτου τοῦ κωπηλάτου
      δοτική τῷ/τῇ κωπηλάτ τῷ κωπηλάτ
    αιτιατική τὸν/τὴν κωπήλατον τὸ κωπήλατον
     κλητική ! κωπήλατε κωπήλατον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ κωπήλατοι τὰ κωπήλατ
      γενική τῶν κωπηλάτων τῶν κωπηλάτων
      δοτική τοῖς/ταῖς κωπηλάτοις τοῖς κωπηλάτοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς κωπηλάτους τὰ κωπήλατ
     κλητική ! κωπήλατοι κωπήλατ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ κωπηλάτω τὼ κωπηλάτω
      γεν-δοτ τοῖν κωπηλάτοιν τοῖν κωπηλάτοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κωπήλατος (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική κωπηλατ(έω)[1] + -ος. Μορφολογικά αναλύεται σε κωπ(ίον) + -ήλατος (< ἐλαύνω)

Επίθετο[επεξεργασία]

κωπήλατος, -ος, -ον

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. s.v. «κωπηλατώ» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 

Πηγές[επεξεργασία]