συμπαθητικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

συμπαθητικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή συμπαθητικός (συμπονετικός), σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική sympathique (δείτε συμπαθής) [1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /sim.ba.θi.tiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συ‐μπα‐θη‐τι‐κός

Επίθετο[επεξεργασία]

συμπαθητικός, -ή, -ό

  1. για πρόσωπο προς το οποίο δείχνουμε συμπάθεια, διότι κάποια χαρακτηριστικά του μας αρέσουν ή τα εκτιμούμε, συμπαθής
    Δεν τον ξέρω καλά, αλλά μου φαίνεται συμπαθητικός άνθρωπος.
  2. καλούτσικος (για κάτι που μας αρέσει, αλλά όχι υπερβολικά)
    Είδα μια συμπαθητική ταινία χτες.
    → δείτε και την έκφραση έτσι κι έτσι
  3. (ανατομία) σχετικός με το αυτόνομο νευρικό σύστημα
    συμπαθητικό νευρικό σύστημα

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη συμπαθής

Κλίση[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συμπαθητικός η συμπαθητική το συμπαθητικό
      γενική του συμπαθητικού της συμπαθητικής του συμπαθητικού
    αιτιατική τον συμπαθητικό τη συμπαθητική το συμπαθητικό
     κλητική συμπαθητικέ συμπαθητική συμπαθητικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συμπαθητικοί οι συμπαθητικές τα συμπαθητικά
      γενική των συμπαθητικών των συμπαθητικών των συμπαθητικών
    αιτιατική τους συμπαθητικούς τις συμπαθητικές τα συμπαθητικά
     κλητική συμπαθητικοί συμπαθητικές συμπαθητικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Μεταφράσεις προς κατάταξη κατά έννοια



Αρχαία ελληνικά (grc)=[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

συμπαθητικός (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική συμπαθέω,[2] < συμ- παθη- + -τικός < συμπαθής

Επίθετο[επεξεργασία]

συμπαθητικός, -ή, -όν

  1. → δείτε και τη φράση νεῦρα ἀλλήλοις συμπαθῆ, συμπαθής

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική συμπαθητικός συμπαθητική τὸ συμπαθητικόν
      γενική τοῦ συμπαθητικοῦ τῆς συμπαθητικῆς τοῦ συμπαθητικοῦ
      δοτική τῷ συμπαθητικ τῇ συμπαθητικ τῷ συμπαθητικ
    αιτιατική τὸν συμπαθητικόν τὴν συμπαθητικήν τὸ συμπαθητικόν
     κλητική ! συμπαθητικέ συμπαθητική συμπαθητικόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ συμπαθητικοί αἱ συμπαθητικαί τὰ συμπαθητικᾰ́
      γενική τῶν συμπαθητικῶν τῶν συμπαθητικῶν τῶν συμπαθητικῶν
      δοτική τοῖς συμπαθητικοῖς ταῖς συμπαθητικαῖς τοῖς συμπαθητικοῖς
    αιτιατική τοὺς συμπαθητικούς τὰς συμπαθητικᾱ́ς τὰ συμπαθητικᾰ́
     κλητική ! συμπαθητικοί συμπαθητικαί συμπαθητικᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ συμπαθητικώ τὼ συμπαθητικᾱ́ τὼ συμπαθητικώ
      γεν-δοτ τοῖν συμπαθητικοῖν τοῖν συμπαθητικαῖν τοῖν συμπαθητικοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. συμπαθητικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. s.v. «συμπαθής» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  3. συμπαθητικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας

Πηγές[επεξεργασία]