κεκτημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κεκτημένος < αρχαία ελληνική κεκτημένος, μετοχή παθ. παρακειμένου του ρήματος κτάομαι-κτῶμαι
Μετοχή[επεξεργασία]
κεκτημένος, -η, -ο
- που έχει κερδηθεί, αποκτηθεί, κατοχυρωθεί, επιτευχθεί με προσπάθεια, που προστατεύεται από το νόμο
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- κεκτημένο δικαίωμα
- κεκτημένη ταχύτητα
- κεκτημένη συνήθεια
- τα κεκτημένα: (ως ουσιαστικό) όλα αυτά που έχουν κατακτηθεί στο παρελθόν με αγώνες
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κεκτημένος
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
Μετοχή[επεξεργασία]
κεκτημένος, -η, -ον
- (με ενεργητική σημασία) ο κάτοχος