βηρύλλιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
|
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- βηρύλλιο < λόγιο ενδογενές δάνειο: νεολατινική beryllium (χρησιμοποιήθηκε πρώτη φορά από τον Wöhler το 1828) < λατινική beryl < αρχαία ελληνική βήρυλλος
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /viˈɾi.li.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βη‐ρύλ‐λι‐ο
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | βηρύλλιο | τα | βηρύλλια |
γενική | του | βηρυλλίου & βηρύλλιου |
των | βηρυλλίων |
αιτιατική | το | βηρύλλιο | τα | βηρύλλια |
κλητική | βηρύλλιο | βηρύλλια | ||
Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]βηρύλλιο ουδέτερο, μόνο στον ενικό
- (χημεία) χημικό στοιχείο, που ανήκει στις αλκαλικές γαίες, με ατομικό αριθμό 4 και χημικό σύμβολο το Be
- (μεταλλουργία) δισθενές, εύθραυστο, ελαφρύ και τοξικό μέταλλο, με γκρίζο χρώμα κι αντιμαγνητικές ιδιότητες, που χρησιμοποιείται στη μεταλλουργία και την πυρηνική τεχνολογία
Συγγενικά
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- βηρύλλιο στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] βηρύλλιο
Κατηγορίες:
- Χημικά στοιχεία (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα νεολατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα νεολατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πρόσωπο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Χημεία (νέα ελληνικά)
- Μεταλλουργία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)