σύνολο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σύνολο τα σύνολα
      γενική του συνόλου
σύνολου
των συνόλων
    αιτιατική το σύνολο τα σύνολα
     κλητική σύνολο σύνολα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σύνολο < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σύνολον (ολόκληρο, πλήρες) [1]
για σύγχρονους όρους < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική ensemble ή totalité

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈsi.no.lo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σύ‐νο‐λο

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

σύνολο ουδέτερο

  1. η συλλογή διαφορετικών υλικών ή νοητών αντικειμένων
  2. (μαθηματικά, θεωρία συνόλων) η συλλογή στοιχείων που είναι απολύτως διακριτά μεταξύ τους αλλά που αξιωματικά θεωρούμε ως μία ολότητα ή ενότητα
    ⮡  η θεωρία συνόλων βρίσκεται στη βάση των σύγχρονων μαθηματικών
  3. (γραμματική) το λεκτικό σύνολο : η ενότητα λέξεων πολύ στενά συνδεδεμένων μεταξύ τους· συχνά δημιουργούν σύνθετες λέξεις
    ⮡  το παράδειγμα λεκτικού συνόλου: μικρά πράγματα > σύνθετη λέξη: μικροπράγματα
  4. όλα τα μέλη μιας ομάδας μηδενός εξαιρουμένου, το όλον, η ολοκληρία, η ολότητα
    ⮡  η απαγόρευση των κινητών αφορά στο σύνολο των μαθητών
    ⮡  το σύνολο του εκλογικού σώματος εναντιώνεται στο μνημόνιο
  5. το άθροισμα ομοειδών
    ⮡  το σύνολο των οφειλών μας είναι τεράστιο
  6. ένα σύνολο από έπιπλα, ρούχα, διακοσμητικά στοιχεία ή καλλιτεχνήματα που ταιριάζουν αρμονικά όλα μαζί
    ⮡  φόραγε ένα πολύ ωραίο σύνολο

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Παράγωγα

[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]