ακούω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ δρθ δεν
Ετικέτες: Οπτική επεξεργασία Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό Προχωρημένη επεξεργασία από κινητό
Γραμμή 15: Γραμμή 15:
# δίνω την [[προσοχή]] μου σε κάποιον ή κάτι.
# δίνω την [[προσοχή]] μου σε κάποιον ή κάτι.
#: '''''Ακούστε''' με, σας παρακαλώ!''
#: '''''Ακούστε''' με, σας παρακαλώ!''
# (''αρνητικά'') δεν με [[ενδιαφέρω|ενδιαφέρει]] κάτι
# (''αρνητικά'') δε με [[ενδιαφέρω|ενδιαφέρει]] κάτι
#: ''Δεν '''ακούω''' τίποτα! Θα κάνω ό,τι μου αρέσει.''
#: ''Δεν '''ακούω''' τίποτα! Θα κάνω ό,τι μου αρέσει.''
# [[υπακούω]]
# [[υπακούω]]
#: ''Αυτό το παιδί δεν με '''ακούει''' πια καθόλου.''
#: ''Αυτό το παιδί δε με '''ακούει''' πια καθόλου.''


===={{εκφράσεις}}====
===={{εκφράσεις}}====

Αναθεώρηση της 22:01, 19 Φεβρουαρίου 2021

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ακούω < αρχαία ελληνική ἀκούω

Ρήμα

ακούω και ακούγω, πρτ.: άκουγα, στ.μέλλ.: θα ακούσω, αόρ.: άκουσα, παθ.φωνή: ακούγομαι, μτχ.π.π.: ακουσμένος

  1. (αμετάβατο) έχω την αίσθηση της ακοής
    Κάτι έπαθε μετά το ατύχημα και δεν ακούει πια.
  2. (μεταβατικό) αντιλαμβάνομαι τους ήχους με το αφτί
    Οι φοιτητές άκουγαν τη διάλεξη με μεγάλη προσοχή.
  3. (μεταβατικό) πληροφορούμαι
    Άκουσα κάποια δυσάρεστα νέα.
  4. (μεταβατικό) Έχω προτίμηση σε κάποιο είδος μουσικής
    -Τι ακούς συνήθως; -Συνήθως ακούω ροκ ή κλασική μουσική.
  5. δίνω την προσοχή μου σε κάποιον ή κάτι.
    Ακούστε με, σας παρακαλώ!
  6. (αρνητικά) δε με ενδιαφέρει κάτι
    Δεν ακούω τίποτα! Θα κάνω ό,τι μου αρέσει.
  7. υπακούω
    Αυτό το παιδί δε με ακούει πια καθόλου.

Εκφράσεις

Συγγενικά

Σύνθετα

Δείτε επίσης

Κλίση

Επίσης, πιο σπάνιοι τύποι: ακούεις, ακούομε, ακούετε, κ.λπ.

Μεταφράσεις

Μεταφράσεις προς κατάταξη κατά έννοια