βεβιασμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ve.vi.aˈzme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βε‐βι‐α‐σμέ‐νος
Μετοχή[επεξεργασία]
βεβιασμένος, -η, -ο
- μετοχή παθητικού παρακειμένου με αναδιπλασιασμό του ρήματος βιάζω (σε επιθετική λειτουργία)
- (στη σημασία: κάνω γρήγορα) που γίνεται με βιασύνη και υπό πίεση, επομένως χωρίς επαρκή σκέψη ή σχεδιασμό
- ↪ να αποφύγουμε οποιαδήποτε βεβιασμένη ενέργεια
- (στη σημασία: που γίνεται με τη βία) που γίνεται με προσπάθεια και όχι φυσικά και αυθόρμητα
- ↪ ένα βεβιασμένο χαμόγελο
- (στη σημασία: κάνω γρήγορα) που γίνεται με βιασύνη και υπό πίεση, επομένως χωρίς επαρκή σκέψη ή σχεδιασμό
Συγγενικά[επεξεργασία]
Παράγωγα[επεξεργασία]
- βεβιασμένα (επίρρημα)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- βεβιασμένος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- βεβιασμένος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Μετοχή[επεξεργασία]
βεβιασμένος, -η, -ον
- μετοχή μεσοπαθητικού παρακειμένου (βεβίασμαι) του ρήματος βιάζω
Κατηγορίες:
- Μετοχές που κλίνονται όπως το 'αγαπημένος' (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Μετοχές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μετοχές παθητικού παρακειμένου με αναδιπλασιασμό (νέα ελληνικά)
- Μετοχές με κλίση όπως το 'λελυμένος' (αρχαία ελληνικά)
- Μετοχές 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Μετοχές που κλίνονται όπως το 'λελυμένος' (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Μετοχές (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Μετοχές μεσοπαθητικού παρακειμένου (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)