κεκτημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κεκτημένος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κεκτημένος (σημασία: κάτοχος), μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος κτάομαι-κτῶμαι & (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική acquis[1]
Μετοχή[επεξεργασία]
κεκτημένος, -η, -ο
- που έχει κερδηθεί, αποκτηθεί, κατοχυρωθεί, επιτευχθεί με προσπάθεια, που προστατεύεται από το νόμο
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- κεκτημένο δικαίωμα
- κεκτημένη ταχύτητα
- τα κεκτημένα (ουσιαστικό)
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Μετοχή[επεξεργασία]
κεκτημένος, -η, -ον
Πηγές[επεξεργασία]
- κτάομαι - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- ↑ κεκτημένος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Μετοχές που κλίνονται όπως το 'αγαπημένος' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Μετοχές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μετοχές με κλίση όπως το 'λελυμένος' (αρχαία ελληνικά)
- Μετοχές 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Μετοχές που κλίνονται όπως το 'λελυμένος' (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Μετοχές (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Μετοχές παθητικού παρακειμένου (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)