κοράκι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /koˈɾa.ci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κο‐ρά‐κι

Ετυμολογία 1

[επεξεργασία]
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κοράκι τα κοράκια
      γενική του κορακιού των κορακιών
    αιτιατική το κοράκι τα κοράκια
     κλητική κοράκι κοράκια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
κοράκι < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή κοράκιον (υποκοριστικό) < αρχαία ελληνική κόραξ.[1] Συγκρίνετε με το κόρακας.

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κοράκι ουδέτερο

  1. (πτηνό) μαύρο σαρκοφάγο πουλί
    ταυτόσημα: κόρακας
  2. (μεταφορικά) ιδιοκτήτης ή υπάλληλος γραφείου κηδειών
  3. (μεταφορικά) ανήθικος άνθρωπος που εκμεταλλεύεται ιδιοτελώς τις δυσκολίες των συνανθρώπων του
    ※  Ώρα 11.50 π.μ., δημοτικό κατάστημα Δήμου Αθηναίων, Αρμοδίου 10. Εδώ κάθε Τετάρτη μεσημέρι από 12.00 ως 14.00 βγαίνουν σε πλειστηριασμό δεκάδες ακίνητα. Ο διάλογος ανήκει σε «νομιζόμενους» υποψήφιους αγοραστές των ακινήτων, τα επονομαζόμενα «κοράκια». Με την έναρξη του πλειστηριασμού ο κάθε ενδιαφερόμενος καταθέτει μια επιταγή που ισούται με το ένα τρίτο της τιμής της πρώτης προσφοράς. Τα «κοράκια» συμμετέχουν και αυτά στη διαδικασία. Καταθέτουν τις επιταγές τους στον συμβολαιογράφο που εκτελεί τη δημοπρασία και είτε αγοράζουν το ακίνητο για λογαριασμό τους ή για λογαριασμό πελατών τους είτε αποσύρονται από τον πλειστηριασμό, αφού πληρωθούν για αυτή την απόσυρσή τους. (*)
  4. (ναυτικός όρος, ιδιωματισμός) η στείρα των πλοίων, των σκαφών και των λέμβων (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Ετυμολογία 2

[επεξεργασία]
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κοράκι τα κοράκια
      γενική
    αιτιατική το κοράκι τα κοράκια
     κλητική κοράκι κοράκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
κοράκι < κόρ(η) + υποκοριστικό επίθημα -άκι ή περικοπή του κορ(ιτσ)άκι • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κοράκι ουδέτερο (σπάνιο)

  1. υποκοριστικό του κόρη, κορούλα
    ※  «Μπράβο, κοράκι μου», φώναξε ενθουσιασμένη η Λευτερία, ανακοινώνοντας συγχρόνως και το φύλο του παιδιού - κοράκι, κοριτσάκι
    Ευγενία Φακίνου, Έρως, θέρος, πόλεμος, 24η έκδοση, σελ. 30, πρώτη έκδοση 2003, Εκδ. Καστανιώτη.
  2. υποκοριστικό του κορίτσι, κοριτσάκι

για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε κόρη

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]