πάντα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Πάντα

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈpan.da/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πά‐ντα

Ετυμολογία 1

[επεξεργασία]
πάντα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική πάντα < αρχαία ελληνική πᾶς (αιτιατική: πάντα) > διά παντός χρόνου (συνεχώς, όλη την ώρα)

Επίρρημα

[επεξεργασία]

πάντα (χρονικό επίρρημα)

  1. πάντοτε, διαρκώς, σε όλη τη διάρκεια του χρόνου
    ⮡  πάντα οι άνθρωποι ένιωθαν δέος για το άγνωστο
  2. πάντοτε, κάθε φορά, σε κάθε περίπτωση
    ⮡  να εξετάζετε πάντα την ημερομηνία λήξεως των προϊόντων που αγοράζετε

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Ετυμολογία 2

[επεξεργασία]
πάντα < (άμεσο δάνειο) ιταλική banda

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

πάντα θηλυκό

  1. πλευρά, άλλη μορφή του μπάντα
  2. (ιδιωματικό) μικρού μεγέθους ταπετσαρία τοίχου από ύφασμα,[1] μπάντα

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Ετυμολογία 3

[επεξεργασία]
πάντα < (άμεσο δάνειο) αγγλική panda < από μια γλώσσα του Νεπάλ
ένα πάντα που τρώει

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

πάντα ουδέτερο, άκλιτο

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Ετυμολογία 4

[επεξεργασία]
πάντα: κλιτικός τύπος

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

πάντα ουδέτερο


Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. Αγγελική Ράλλη, Λεξικό διαλεκτικής ποικιλίας Κυδωνιών, Μοσχονησίων & Βορειοανατολικής Λέσβου (Παλλήνη: Ελληνικό Ίδρυμα Ιστορικών Μελετών [ΙΔΙΣΜΕ], 2017, ISBN 978-960-9789-06-6), σ. 244.



Κλιτικός τύπος αντωνυμίας

[επεξεργασία]

πάντα

  1. αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του πᾶς
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους (πᾶν) του πᾶς