σημαιοφόρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σημαιοφόρος < ελληνιστική κοινή σημαιοφόρος. Συγχρονικά αναλύεται σε σημαί(α) + -ο- + -φόρος
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /si.me.oˈfo.ɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ση‐μαι‐ο‐φό‐ρος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σημαιοφόρος αρσενικό ή θηλυκό
- αυτός που κρατάει τη σημαία
- (στρατιωτικός βαθμός) βαθμός κατώτερου αξιωματικού του ναυτικού, αντίστοιχος του ανθυπολοχαγού του στρατού ξηράς
- (μεταφορικά) κήρυκας και πρωτοστάτης ιδεολογίας πολιτικής, κοινωνικής κ.τ.λ.
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σημαιοφόρος
Πηγές
[επεξεργασία]- σημαιοφόρος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- σημαιοφόρος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | σημαιοφόρος | τὸ | σημαιοφόρον | ||
γενική | τοῦ/τῆς | σημαιοφόρου | τοῦ | σημαιοφόρου | ||
δοτική | τῷ/τῇ | σημαιοφόρῳ | τῷ | σημαιοφόρῳ | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | σημαιοφόρον | τὸ | σημαιοφόρον | ||
κλητική ὦ! | σημαιοφόρε | σημαιοφόρον | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | σημαιοφόροι | τὰ | σημαιοφόρᾰ | ||
γενική | τῶν | σημαιοφόρων | τῶν | σημαιοφόρων | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | σημαιοφόροις | τοῖς | σημαιοφόροις | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | σημαιοφόρους | τὰ | σημαιοφόρᾰ | ||
κλητική ὦ! | σημαιοφόροι | σημαιοφόρᾰ | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σημαιοφόρω | τὼ | σημαιοφόρω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | σημαιοφόροιν | τοῖν | σημαιοφόροιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «τοξοβόλος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]σημαιοφόρος, -ος, -ον
- (ελληνιστική κοινή) σημαιοφόρος, που κρατάει λάβαρο
- ※ 1ος/2ος κε αιώνας ⌘ Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι Γάλβας, 22.6 @scaife.perseus
- εἷς ὑπεξελθὼν σημαιοφόρος ἀπήγγειλε τῷ Οὐϊτελλίῳ νυκτός, ἑστιωμένων πολλῶν παρʼ αὐτῷ.
- ※ 1ος/2ος κε αιώνας ⌘ Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι Γάλβας, 22.6 @scaife.perseus
Άλλες γραφές
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
Πηγές
[επεξεργασία]- σημαιοφόρος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σημαιοφόρος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ζωγράφος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά κοινού γένους (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -φόρος (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Στρατιωτικοί βαθμοί (νέα ελληνικά)
- Επίθετα με κλίση όπως το 'δύσκολος' (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα 2ης κλίσης (ελληνιστική κοινή)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'τοξοβόλος' (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις παροξύτονες (ελληνιστική κοινή)
- Επίθετα παροξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις με επίθημα -φόρος (ελληνιστική κοινή)
- Ελληνιστική κοινή
- Επίθετα (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Πλούταρχο (ελληνιστική κοινή)
- Λήμματα με παραθέματα (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)