στολισμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο στολισμός οι στολισμοί
      γενική του στολισμού των στολισμών
    αιτιατική τον στολισμό τους στολισμούς
     κλητική στολισμέ στολισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

στολισμός < ελληνιστική κοινή στολισμός < αρχαία ελληνική στολίζω < στολίς / στολή / στόλος < στέλλω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /sto.liˈzmos/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

στολισμός αρσενικό

  1. (κυριολεκτικά) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του στολίζω
    ※  200.000 ευρώ είχε στοιχίσει το 2008 μόνον ο στολισμός του χριστουγεννιάτικου δέντρου! (εφ. Ελευθεροτυπία, 30/11/2011)
  2. (μεταφορικά) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του στολίζω

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική στολισμός οἱ στολισμοί
      γενική τοῦ στολισμοῦ τῶν στολισμῶν
      δοτική τῷ στολισμ τοῖς στολισμοῖς
    αιτιατική τὸν στολισμόν τοὺς στολισμούς
     κλητική ! στολισμέ στολισμοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  στολισμώ
γεν-δοτ τοῖν  στολισμοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

στολισμός < στολίζω + -μός < στολίς / στολή / στόλος < στέλλω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

στολισμός αρσενικό