γεμιστός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Γεμιστός
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γεμιστός η γεμιστή το γεμιστό
      γενική του γεμιστού της γεμιστής του γεμιστού
    αιτιατική τον γεμιστό τη γεμιστή το γεμιστό
     κλητική γεμιστέ γεμιστή γεμιστό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γεμιστοί οι γεμιστές τα γεμιστά
      γενική των γεμιστών των γεμιστών των γεμιστών
    αιτιατική τους γεμιστούς τις γεμιστές τα γεμιστά
     κλητική γεμιστοί γεμιστές γεμιστά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
γεμιστή γαλοπούλα

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
γεμιστός < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή γεμιστός < αρχαία ελληνική γεμίζω

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ʝe.miˈstos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γε‐μι‐στός

Επίθετο

[επεξεργασία]

γεμιστός, -ή, -ό

  1. που τον έχουν γεμίσει με κάτι
  2. (γαστρονομία) που έχει γέμιση
    → δείτε τη λέξη γεμιστά

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
γεμιστός < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή γεμιστός < αρχαία ελληνική γεμίζω

ζητούμενο λήμμα

Παράγωγα

[επεξεργασία]



ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική γεμιστός γεμιστή τὸ γεμιστόν
      γενική τοῦ γεμιστοῦ τῆς γεμιστῆς τοῦ γεμιστοῦ
      δοτική τῷ γεμιστ τῇ γεμιστ τῷ γεμιστ
    αιτιατική τὸν γεμιστόν τὴν γεμιστήν τὸ γεμιστόν
     κλητική ! γεμιστέ γεμιστή γεμιστόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ γεμιστοί αἱ γεμισταί τὰ γεμιστᾰ́
      γενική τῶν γεμιστῶν τῶν γεμιστῶν τῶν γεμιστῶν
      δοτική τοῖς γεμιστοῖς ταῖς γεμισταῖς τοῖς γεμιστοῖς
    αιτιατική τοὺς γεμιστούς τὰς γεμιστᾱ́ς τὰ γεμιστᾰ́
     κλητική ! γεμιστοί γεμισταί γεμιστᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ γεμιστώ τὼ γεμιστᾱ́ τὼ γεμιστώ
      γεν-δοτ τοῖν γεμιστοῖν τοῖν γεμισταῖν τοῖν γεμιστοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
γεμιστός (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική γεμίζω, γεμισ- + -τός (ρηματικό επίθετο)

Συγγενικά

[επεξεργασία]