ὕπατος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | ὕπατος | ἡ | ὑπάτη & ὕπατος |
τὸ | ὕπατον |
γενική | τοῦ | ὑπάτου | τῆς | ὑπάτης & ὑπάτου |
τοῦ | ὑπάτου |
δοτική | τῷ | ὑπάτῳ | τῇ | ὑπάτῃ & ὑπάτῳ |
τῷ | ὑπάτῳ |
αιτιατική | τὸν | ὕπατον | τὴν | ὑπάτην & ὕπατον |
τὸ | ὕπατον |
κλητική ὦ! | ὕπατε | ὑπάτη & ὕπατε |
ὕπατον | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ | ὕπατοι | αἱ | ὕπαται & ὕπατοι |
τὰ | ὕπατᾰ |
γενική | τῶν | ὑπάτων | τῶν | ὑπάτων & ὑπάτων |
τῶν | ὑπάτων |
δοτική | τοῖς | ὑπάτοις | ταῖς | ὑπάταις & ὑπάτοις |
τοῖς | ὑπάτοις |
αιτιατική | τοὺς | ὑπάτους | τὰς | ὑπάτᾱς & ὑπάτους |
τὰ | ὕπατᾰ |
κλητική ὦ! | ὕπατοι | ὕπαται & ὕπατοι |
ὕπατᾰ | |||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὑπάτω | τὼ | ὑπάτᾱ & ὑπάτω |
τὼ | ὑπάτω |
γεν-δοτ | τοῖν | ὑπάτοιν | τοῖν | ὑπάταιν & ὑπάτοιν |
τοῖν | ὑπάτοιν |
Ο τύπος του θηλυκού σε -ος, λιγότερο συνηθισμένος. | ||||||
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'ὕπατος' όπως «ὕπατος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ὕπατος < ὕπ-, θέμα ὑπ- (όπως και στο ὑπέρ, στο ὑπό < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *up-) + -ατος (κατά τα ἔσχατος, δέκατος)[1]
- το ελληνιστικό ουσιαστικό < εννοείται το ουσιαστικό στρατηγός < απόδοση για τη λατινική consul
Επίθετο[επεξεργασία]
ὕπατος, -η/-ος, -ον
- ανώτατος, υπέρτατος, ύψιστος
- (στον πληθυντικό) ὕπατοι: οι θεοί του επάνω κόσμου
- συνώνυμο του εξοχώτατος (εξοχότατος)
- (τοπικά) που βρίσκεται στο επάνω μέρος
- (χρονικά) τελευταίος, έσχατος
- που έχει την καλύτερη ποιότητα, άριστος
- (ουσιαστικοποιημένο) ὑπάτη (εννοείται χορδή)με το μεγαλύτερο μήκος αλλά τονικά χαμηλότερη στους μουσικούς τρόπους
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ὕπατος αρσενικό
- (ελληνιστική σημασία) ο ύπατος, διοικητής υπατείας (ρωμαϊκό αξίωμα)
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ ύπατος - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές[επεξεργασία]
- ὕπατος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ὕπατος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Επίθετα με κλίση όπως το 'ὕπατος' (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'ὕπατος' (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις προπαροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ὕπ- (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ατος (αρχαία ελληνικά)
- Μεταφραστικές αποδόσεις από τα λατινικά (ελληνιστική κοινή)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (ελληνιστική κοινή)
- Αρχαία ελληνικά
- Επίθετα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Ελληνιστική σημασία για αρχαίες λέξεις
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)