καμπάνα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | καμπάνα | οι | καμπάνες |
γενική | της | καμπάνας | των | καμπανών |
αιτιατική | την | καμπάνα | τις | καμπάνες |
κλητική | καμπάνα | καμπάνες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία 1
[επεξεργασία]- καμπάνα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική καμπάνα < υστερολατινική campana < λατινική Campana, θηλυκό του Campanus (κατασκευασμένος στην Καμπανία) < Campania < campus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kh₂emp- (κάμπτω, λυγίζω)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /kamˈba.na/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐μπα‐να
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]καμπάνα θηλυκό
- ηχητικό όργανο που έχει σχήμα ανάποδου κόλουρου κώνου μέσα στον οποίο βρίσκεται ένα γλωσσίδι και συνήθως χρησιμεύει για σήμαντρο εκκλησίας ή σχολείου
- ※ 1954 - Γιατί χτυπάς την καμπάνα, του φώναξαν, τι τρέχει; (Νίκος Καζαντζάκης, Ο φτωχούλης του Θεού, 1954 [μυθιστόρημα])
- ※ 1943 - Ο Άγγελος Σικελιανός απαγγέλλει το ποίημα του «Ηχήστε οι σάλπιγγες» στην κηδεία του Παλαμά
- Ηχήστε οι σάλπιγγες... Καμπάνες βροντερές,
δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ως πέρα...
Βογκήστε τύμπανα πολέμου... Οι φοβερές
σημαίες, ξεδιπλωθείτε στον αέρα!
Σ' αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα!
- Ηχήστε οι σάλπιγγες... Καμπάνες βροντερές,
- (μεταφορικά, σκωπτικό)
- (μόδα) το άκρο σε μπατζάκι παντελονιού, όταν έχει σχήμα αρκετά μεγαλύτερο, ώστε να θυμίζει καμπάνα
- και επιθετικοποιημένο: συνώνυμο του καμπανωτός
- ⮡ παντελόνια καμπάνα
- και επιθετικοποιημένο: συνώνυμο του καμπανωτός
- για το μπανγκαλόου δείτε #Ετυμολογία 2
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- ακούγομαι καμπάνα: ακούγομαι πολύ καθαρά
- για ποιον χτυπά η καμπάνα
- φωνή καμπάνα: δυνατή και ξεκάθαρη φωνή και τρόπος ομιλίας
Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] όργανο
παντελόνι ή ένδυμα
Ετυμολογία 2
[επεξεργασία]- καμπάνα < (άμεσο δάνειο) αγγλική cabana < ισπανική cabaña < λατινική capanna < γαλατική s-cap-ulae (σπονδυλική στήλη, πλάτη) ή s-scapus (καλύβα από κομμένα κλαδιά)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /kaˈba.na/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐μπα‐να
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]καμπάνα θηλυκό
- (αρχιτεκτονική) μεμονωμένο μικρό οίκημα σε ξενοδοχειακό συγκρότημα
- → δείτε και τη λέξη μπανγκαλόου
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] καμπάνα σε ξενοδοχείο
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα υστερολατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα ποίησης (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Σκωπτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Μόδα (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ισπανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλατικά (νέα ελληνικά)
- Αρχιτεκτονική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)