πυρ: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Ανάκληση των επεξεργασιών που έγιναν από τον 62.169.219.179 (συζήτηση) και επιστροφή στην τελευταία αναθεώρηση που είχε γίνει από την Sarri.greek
Ετικέτα: Επαναφορά
ενημέρωση προτύπων
Γραμμή 1: Γραμμή 1:
{{δείτε|πῦρ}}
=={{-el-}}==
=={{-el-}}==
{{el-nouns-free|ουδ=1|μείον=0|κατηγορία=Ουσιαστικά ιδιόκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
{{el-nouns-free|ουδ=1|μείον=0|κατηγορία=Ουσιαστικά ιδιόκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)|όπως=ουδέτερα#από τα αρχαία{{!}}αρχαιόκλιτα
|οε=0|γε=ός|αε=0|κε=0|οπ=ά|γπ=ών|απ=ά|κπ=ά}}
|οε=0|γε=ός|αε=0|κε=0|οπ=ά|γπ=ών|απ=ά|κπ=ά}}


==={{ετυμολογία}}===
==={{ετυμολογία}}===
: '''{{PAGENAME}}''' < {{ετυμ|grc|el}} [[πῦρ]] < {{ετυμ|ine-pro}} *''péh₂wr̥''
: '''{{PAGENAME}}''' < {{λδδ|grc|el|πῦρ}} < {{ετυμ|ine-pro|el|*péh₂wr̥}}


==={{προφορά}}===
==={{προφορά}}===
Γραμμή 11: Γραμμή 12:
==={{ουσιαστικό|el}}===
==={{ουσιαστικό|el}}===
'''{{PAGENAME}}''' {{ο}}
'''{{PAGENAME}}''' {{ο}}
# {{λόγιο}} [[φωτιά]]
# {{ετ|λόγιο}} [[φωτιά]]
# (επιφωνηματικά) εντολή για πυροβολισμό σε μάχη ή σε εκτέλεση - δείτε πιο κάτω
# (επιφωνηματικά) εντολή για πυροβολισμό σε μάχη ή σε εκτέλεση - δείτε πιο κάτω
# βολή πυροβόλου όπλου
# βολή πυροβόλου όπλου
#:{{παράθεμα}} ''Στην κορφή του βουνού ακουστήκαν πριν από λίγο πυκνά '''πυρά''', ησυχία ύστερα απόλυτη.'' ([[w:Δημήτρης Χατζής|Δημήτρης Χατζής, ''Ανυπεράσπιστοι'']])
#:{{παράθεμα}} ''Στην κορφή του βουνού ακουστήκαν πριν από λίγο πυκνά '''πυρά''', ησυχία ύστερα απόλυτη.'' ({{β|Δημήτρης Χατζής}}, ''Ανυπεράσπιστοι'']])
# (πληθυντικός) '''[[τα πυρά]]''': [[ομαδόν]] επίθεση με πυροβόλα όπλα ή και άλλα μέσα
# (''πληθυντικός'') '''τα [[πυρά]]''':
## [[ομαδόν]] επίθεση με πυροβόλα όπλα ή και άλλα μέσα
# (πληθυντικός) '''τα πυρά''': {{μτφρ}} [[ομαδόν]] επίθεση [[λεκτικός|λεκτική]]
## {{μτφρ}} [[ομαδόν]] επίθεση [[λεκτικός|λεκτική]]
#:''Ο πρωθυπουργός δέχτηκε '''τα πυρά''' όλης της αντιπολίτευσης
##:''Ο πρωθυπουργός δέχτηκε '''τα πυρά''' όλης της αντιπολίτευσης

===={{παράγωγα}}====
===={{παράγωγα}}====
{{((}}
* [[πυρείον]]
* [[πυρείον]]
* [[πυρετός]]
* [[πυρετός]]
Γραμμή 30: Γραμμή 34:
* [[πυρσεύω]]
* [[πυρσεύω]]
* [[πυρσός]]
* [[πυρσός]]
* [[πυρσωρίς]
* [[πυρσωρίς]](ναυτ.) πλωτός φάρος ή φανός πάνω σε σχεδία σε αβαθή νερά ή πλησίον υφάλων
* [[πυρώδης]]
* [[πυρώδης]]
* [[πύρωσις]]
* [[πύρωσις]]
* [[πυρωτικός]]
* [[πυρωτικός]]
* [[πυρώνω]]
* [[πυρώνω]]
{{))}}


===={{σύνθετα}}====
===={{σύνθετα}}====
{{(}}
{{((|κολόνες=3}}
* [[πυρκαγιά]]
* [[πυρκαγιά]]
* [[πύραυνος]]
* [[πύραυνος]]
Γραμμή 58: Γραμμή 63:
* [[πυροβόλο]]
* [[πυροβόλο]]
* [[πυρογραφία]]
* [[πυρογραφία]]
{{-}}
* [[πυρρόθριξ]]
* [[πυρρόθριξ]]
* [[πυρολατρία]]
* [[πυρολατρία]]
Γραμμή 78: Γραμμή 82:
* [[πυροφόρος]]
* [[πυροφόρος]]
* [[πυρρόχρους]]
* [[πυρρόχρους]]
{{)}}
{{))}}

===={{μορφές}}====
* [[πυρολόγος]] ([[πυρός]] + λέγω)= αυτός που συλλέγει σιτάρι, ο θεριστής
* [[πυροπώλης]]= σιτέμπορος


===={{εκφράσεις}}====
===={{εκφράσεις}}====
Γραμμή 101: Γραμμή 101:
* [[πυρ αθάνατο]]
* [[πυρ αθάνατο]]
* [[πυρ, γυνή και θάλασσα]]
* [[πυρ, γυνή και θάλασσα]]
* '''πυρ και μανία'''
* [[πυρ και μανία]]
* [[στο πυρ το εξώτερο]]
** '''γίνομαι/είμαι πυρ και μανία''': εξοργίζομαι και καταλαμβάνομαι από μένος εκδίκησης

** '''με κάνει πυρ και μανία'''
===={{βλέπε}}====
* '''στο πυρ το εξώτερο'''
* [[πυρολόγος]] ([[πυρός]] + λέγω)= αυτός που συλλέγει σιτάρι, ο θεριστής
* [[πυροπώλης]]= σιτέμπορος


==={{επιφώνημα|el}}===
==={{επιφώνημα|el}}===
'''{{PAGENAME}}'''
'''{{PAGENAME}}'''
# (''στρατιωτικό παράγγελμα'') '''πυρ !''': διαταγή για εκτέλεση βολής με πυροβόλο όπλο, ή ενεργοποίησης μηχανισμού εκτόξευσης βλήματος (π.χ. τορπίλης, βόμβας βάθους κλπ)
* (''στρατιωτικό παράγγελμα'') '''πυρ!''': διαταγή για εκτέλεση βολής με πυροβόλο όπλο, ή ενεργοποίησης μηχανισμού εκτόξευσης βλήματος (π.χ. τορπίλης, βόμβας βάθους κλπ)


===={{εκφράσεις}}====
===={{εκφράσεις}}====

Αναθεώρηση της 06:22, 4 Ιανουαρίου 2021

Δείτε επίσης: πῦρ

Νέα ελληνικά (el)

Πρότυπο:el-nouns-free

Ετυμολογία

πυρ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πῦρ < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *péh₂wr̥

Προφορά

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;

Ουσιαστικό

πυρ ουδέτερο

  1. (λόγιο) φωτιά
  2. (επιφωνηματικά) εντολή για πυροβολισμό σε μάχη ή σε εκτέλεση - δείτε πιο κάτω
  3. βολή πυροβόλου όπλου
    ※  Στην κορφή του βουνού ακουστήκαν πριν από λίγο πυκνά πυρά, ησυχία ύστερα απόλυτη. (Δημήτρης Χατζής, Ανυπεράσπιστοι]])
  4. (πληθυντικός) τα πυρά:
    1. ομαδόν επίθεση με πυροβόλα όπλα ή και άλλα μέσα
    2. (μεταφορικά) ομαδόν επίθεση λεκτική
      Ο πρωθυπουργός δέχτηκε τα πυρά όλης της αντιπολίτευσης

Παράγωγα

Σύνθετα

Εκφράσεις

Δείτε επίσης

Επιφώνημα

πυρ

  • (στρατιωτικό παράγγελμα) πυρ!: διαταγή για εκτέλεση βολής με πυροβόλο όπλο, ή ενεργοποίησης μηχανισμού εκτόξευσης βλήματος (π.χ. τορπίλης, βόμβας βάθους κλπ)

Εκφράσεις

Μεταφράσεις