σύνδεση: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ pwb.py Format errors, διαστήματα, τελείες
μ PAWS - συντήρηση: αφαίρεση μτφ-μέση από τις Μεταφράσεις
 
Γραμμή 63: Γραμμή 63:
<!-- * {{ku}} : {{τ|ku|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{ku}} : {{τ|ku|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{hr}} : {{τ|hr|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{hr}} : {{τ|hr|ΧΧΧ}} -->
{{μτφ-μέση}}
* {{la}} : {{τ|la|nexus}}
* {{la}} : {{τ|la|nexus}}
<!-- * {{lt}} : {{τ|lt|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{lt}} : {{τ|lt|ΧΧΧ}} -->

Τελευταία αναθεώρηση της 01:44, 4 Φεβρουαρίου 2022

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σύνδεση οι συνδέσεις
      γενική της σύνδεσης* των συνδέσεων
    αιτιατική τη σύνδεση τις συνδέσεις
     κλητική σύνδεση συνδέσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, συνδέσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σύνδεση < αρχαία ελληνική σύνδεσις

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σύνδεση θηλυκό

  1. η ένωση δυο ή περισσότερων πραγμάτων
    Σύνδεση δυο καλωδίων.
    Σύνδεση δυο πόλεων (μέσω ενός δρόμου).
     συνώνυμα: σύζευξη, συνένωση
  2. η επικοινωνία με το διαδίκτυο ή μια ιστοσελίδα
    Σύνδεση στο Facebook.
    Σύνδεση στο Ίντερνετ.
  3. η συσχέτιση μεταξύ δυο ή περισσότερων πραγμάτων
    Η αστυνομία βρήκε μια σύνδεση μεταξύ των δυο φόνων.
  4. (προγραμματισμός) η συσχέτιση ενός ονόματος (μεταβλητής, συνάρτησης, κλπ) με μια οντότητα (κώδικας ή δεδομένα) ενός προγράμματος
    συνώνυμο: δέσμευση


Σύνθετα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]