αισθάνομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού. |
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]αισθάνομαι < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική αἰσθάνομαι
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /eˈsθa.no.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αι‐σθά‐νο‐μαι
Ρήμα
[επεξεργασία]αισθάνομαι, π.αόρ.: αισθάνθηκα (αποθετικό ρήμα)
- αντιλαμβάνομαι κάτι με τις αισθήσεις, κυρίως με την αίσθηση της αφής ή της όσφρησης
- ⮡ αισθάνθηκε ένα ελαφρό αεράκι να τον δροσίζει
- αντιλαμβάνομαι κάτι με το μυαλό μου, καταλαβαίνω
- προαισθάνομαι
- νιώθω ένα συναίσθημα
- ⮡ αισθάνθηκε για πρώτη φορά στη ζωή του ελεύθερος
- (αμετάβατο) αντιλαμβάνομαι κατά ένα ορισμένο τρόπο την ψυχολογική μου κατάσταση ή τις σωματικές μου δυνάμεις και την κατάσταση της υγείας μου
- —Πώς αισθάνεσαι τώρα; —Πολύ καλύτερα, ευχαριστώˈ'
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- αισθαντικά
- αισθαντικός
- αισθαντικότητα
- αίσθημα
- αισθηματίας
- αισθηματικά
- αισθηματικός
- αισθηματικότητα
- αισθηματισμός
- αισθηματολογία
- αισθηματολογώ
- αίσθηση
- αισθησιακός
- αισθησιαρχία
- αισθησιαρχικός
- αισθησιασμός
- αισθησιοκρατία
- αισθησιοκρατικός
- αισθητηριακός
- αισθητήριο
- αισθητήριος
- αισθητής
- αισθητικά
- αισθητική
- αισθητικός
- αισθητικότητα
- αισθητισμός
- αισθητοποίηση
- αισθητοποιώ
- αισθητός
- αισθητότητα
Σύνθετα
[επεξεργασία]- αναίσθητος, αναισθησία, αναισθητικό
- διαισθάνομαι, διαίσθηση
- προαισθάνομαι, προαίσθημα
- συναισθάνομαι, συναίσθημα, συναισθηματικός
Κλίση
[επεξεργασία] Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αισθάνομαι | αισθανόμουν(α) | θα αισθάνομαι | να αισθάνομαι | αισθανόμενος | |
β' ενικ. | αισθάνεσαι | αισθανόσουν(α) | θα αισθάνεσαι | να αισθάνεσαι | (αισθάνου) | |
γ' ενικ. | αισθάνεται | αισθανόταν(ε) | θα αισθάνεται | να αισθάνεται | ||
α' πληθ. | αισθανόμαστε | αισθανόμαστε αισθανόμασταν |
θα αισθανόμαστε | να αισθανόμαστε | ||
β' πληθ. | αισθάνεστε | αισθανόσαστε αισθανόσασταν |
θα αισθάνεστε | να αισθάνεστε | (αισθάνεστε) | |
γ' πληθ. | αισθάνονται | αισθάνονταν αισθανόντουσαν |
θα αισθάνονται | να αισθάνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αισθάνθηκα | θα αισθανθώ | να αισθανθώ | αισθανθεί | ||
β' ενικ. | αισθάνθηκες | θα αισθανθείς | να αισθανθείς | αισθάνσου | ||
γ' ενικ. | αισθάνθηκε | θα αισθανθεί | να αισθανθεί | |||
α' πληθ. | αισθανθήκαμε | θα αισθανθούμε | να αισθανθούμε | |||
β' πληθ. | αισθανθήκατε | θα αισθανθείτε | να αισθανθείτε | αισθανθείτε | ||
γ' πληθ. | αισθάνθηκαν αισθανθήκαν(ε) |
θα αισθανθούν(ε) | να αισθανθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω αισθανθεί | είχα αισθανθεί | θα έχω αισθανθεί | να έχω αισθανθεί | ||
β' ενικ. | έχεις αισθανθεί | είχες αισθανθεί | θα έχεις αισθανθεί | να έχεις αισθανθεί | ||
γ' ενικ. | έχει αισθανθεί | είχε αισθανθεί | θα έχει αισθανθεί | να έχει αισθανθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε αισθανθεί | είχαμε αισθανθεί | θα έχουμε αισθανθεί | να έχουμε αισθανθεί | ||
β' πληθ. | έχετε αισθανθεί | είχατε αισθανθεί | θα έχετε αισθανθεί | να έχετε αισθανθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν αισθανθεί | είχαν αισθανθεί | θα έχουν αισθανθεί | να έχουν αισθανθεί |
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αντιλαμβάνομαι με τις αισθήσεις μου
Κατηγορίες:
- Σελίδες που χρειάζονται έλεγχο
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ρήματα χωρίς ενεργητική φωνή (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)