γκρίζος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | γκρίζος | η | γκρίζα | το | γκρίζο |
γενική | του | γκρίζου | της | γκρίζας | του | γκρίζου |
αιτιατική | τον | γκρίζο | την | γκρίζα | το | γκρίζο |
κλητική | γκρίζε | γκρίζα | γκρίζο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | γκρίζοι | οι | γκρίζες | τα | γκρίζα |
γενική | των | γκρίζων | των | γκρίζων | των | γκρίζων |
αιτιατική | τους | γκρίζους | τις | γκρίζες | τα | γκρίζα |
κλητική | γκρίζοι | γκρίζες | γκρίζα | |||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]γκρίζος, -α, -ο
- που έχει το χρώμα της στάχτης, ανάμεσα στο μαύρο και το λευκό
- ≈ συνώνυμα: γκρι, σταχτόχρωμος
- (μεταφορικά) που δεν έχει ζωντάνια κι ενδιαφέρον
- (μεταφορικά) που δεν είναι ξεκάθαρος
- (μεταφορικά) που φέρεται ύποπτα
Συγγενικά
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία]Εκφράσεις
[επεξεργασία]- γκρίζες ζώνες: γεωγραφικές περιοχές που διεκδικούνται από δύο τουλάχιστον κράτη, χωρίς να είναι σαφές σε ποιο ανήκει η κυριότητά τους, συνήθως λόγω της μείξης των πληθυσμών
- (συνεκδοχικά) ο ενδιάμεσος χώρος μεταξύ καταστάσεων, όπου είναι δύσκολο να προσδιοριστεί η κατηγοριοποίηση πραγμάτων
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως η ομάδα 'ωραίος' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'ωραίος' (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα οξιτανικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)