γκρίζος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γκρίζος η γκρίζα το γκρίζο
      γενική του γκρίζου της γκρίζας του γκρίζου
    αιτιατική τον γκρίζο την γκρίζα το γκρίζο
     κλητική γκρίζε γκρίζα γκρίζο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γκρίζοι οι γκρίζες τα γκρίζα
      γενική των γκρίζων των γκρίζων των γκρίζων
    αιτιατική τους γκρίζους τις γκρίζες τα γκρίζα
     κλητική γκρίζοι γκρίζες γκρίζα
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
γκρίζος < ιταλική grigio < οξιτανική < φραγκική *gris < πρωτο-γερμανική *grēwaz

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈɡɾi.zos/ αρσενικό
ΔΦΑ : /ˈɡɾi.za/ θηλυκό
ΔΦΑ : /ˈɡɾi.zo/ ουδέτερο

Επίθετο

[επεξεργασία]

γκρίζος, -α, -ο

  1. που έχει το χρώμα της στάχτης, ανάμεσα στο μαύρο και το λευκό
     συνώνυμα: γκρι, σταχτόχρωμος
  2. (μεταφορικά) που δεν έχει ζωντάνια κι ενδιαφέρον
     συνώνυμα: μονότονος, μουντός, πληκτικός
  3. (μεταφορικά) που δεν είναι ξεκάθαρος
     συνώνυμα: ακαθόριστος
  4. (μεταφορικά) που φέρεται ύποπτα

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
  • γκρίζες ζώνες: γεωγραφικές περιοχές που διεκδικούνται από δύο τουλάχιστον κράτη, χωρίς να είναι σαφές σε ποιο ανήκει η κυριότητά τους, συνήθως λόγω της μείξης των πληθυσμών
    • (συνεκδοχικά) ο ενδιάμεσος χώρος μεταξύ καταστάσεων, όπου είναι δύσκολο να προσδιοριστεί η κατηγοριοποίηση πραγμάτων

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]