δυσχερής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δυσχερής η δυσχερής το δυσχερές
      γενική του δυσχερούς* της δυσχερούς του δυσχερούς
    αιτιατική τον δυσχερή τη δυσχερή το δυσχερές
     κλητική δυσχερή(ς) δυσχερής δυσχερές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δυσχερείς οι δυσχερείς τα δυσχερή
      γενική των δυσχερών των δυσχερών των δυσχερών
    αιτιατική τους δυσχερείς τις δυσχερείς τα δυσχερή
     κλητική δυσχερείς δυσχερείς δυσχερή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δυσχερής < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δυσχερής, αβέβαιης ετυμολογίας

Επίθετο[επεξεργασία]

δυσχερής

  • που εμφανίζει δυσκολίες και προβλήματα σε αρκετά μεγάλο βαθμό, δεν επιτυγχάνεται εύκολα
    η θέση μου είναι δυσχερής, βρίσκομαι σε δυσχερή θέση

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / δυσχερής τὸ δυσχερές
      γενική τοῦ/τῆς δυσχεροῦς τοῦ δυσχεροῦς
      δοτική τῷ/τῇ δυσχερεῖ τῷ δυσχερεῖ
    αιτιατική τὸν/τὴν δυσχερ τὸ δυσχερές
     κλητική ! δυσχερές δυσχερές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ δυσχερεῖς τὰ δυσχερ
      γενική τῶν δυσχερῶν τῶν δυσχερῶν
      δοτική τοῖς/ταῖς δυσχερέσ(ν) τοῖς δυσχερέσ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς δυσχερεῖς τὰ δυσχερ
     κλητική ! δυσχερεῖς δυσχερ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ δυσχερεῖ τὼ δυσχερεῖ
      γεν-δοτ τοῖν δυσχεροῖν τοῖν δυσχεροῖν
3η κλίση, Κατηγορία 'συνεχής' όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δυσχερής < αβέβαιης ετυμολογίας. Αμφισβητούνται οι εκδοχές δυσ- + χείρ ή δυσ- + χαίρω[1]

Επίθετο[επεξεργασία]

δυσχερής

  1. αυτός που δύσκολα παίρνει κάποιος στα χέρια του ή δύσκολος στον χειρισμό, στον έλεγχο, στη διακυβέρνηση, δυσκολοκυβέρνητος, δυσοικονόμητος
  2. (για πράγματα) ενοχλητικός, εκνευριστικός, θλιβερός
  3. (για επιχειρήματα) αντικρουόμενος, αντιφατικός, παραπειστικός
  4. (για πρόσωπα) δύστροπος, εχθρικός, μισητός, ιδιότροπος

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 

Πηγές[επεξεργασία]