δυσχερής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | δυσχερής | η | δυσχερής | το | δυσχερές |
γενική | του | δυσχερούς* | της | δυσχερούς | του | δυσχερούς |
αιτιατική | τον | δυσχερή | τη | δυσχερή | το | δυσχερές |
κλητική | δυσχερή(ς) | δυσχερής | δυσχερές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | δυσχερείς | οι | δυσχερείς | τα | δυσχερή |
γενική | των | δυσχερών | των | δυσχερών | των | δυσχερών |
αιτιατική | τους | δυσχερείς | τις | δυσχερείς | τα | δυσχερή |
κλητική | δυσχερείς | δυσχερείς | δυσχερή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δυσχερής < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δυσχερής, αβέβαιης ετυμολογίας
Επίθετο[επεξεργασία]
δυσχερής
- που εμφανίζει δυσκολίες και προβλήματα σε αρκετά μεγάλο βαθμό, δεν επιτυγχάνεται εύκολα
- ↪ η θέση μου είναι δυσχερής, βρίσκομαι σε δυσχερή θέση
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- δυσχερής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
δυσχερής
- αυτός που δύσκολα παίρνει κάποιος στα χέρια του ή δύσκολος στον χειρισμό, στον έλεγχο, στη διακυβέρνηση, δυσκολοκυβέρνητος, δυσοικονόμητος
- (για πράγματα) ενοχλητικός, εκνευριστικός, θλιβερός
- (για επιχειρήματα) αντικρουόμενος, αντιφατικός, παραπειστικός
- (για πρόσωπα) δύστροπος, εχθρικός, μισητός, ιδιότροπος
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές[επεξεργασία]
- δυσχερής - Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής - Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2006‑2008. greek‑language.gr
- δυσχερής - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- δυσχερής - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'συνεχής' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επίθετα με κλίση όπως το 'συνεχής' (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα 3ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'συνεχής' (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις οξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με άγνωστη ετυμολογία (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Επίθετα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)