θυμωμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- θυμωμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου θυμώνω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /θi.moˈme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : θυ‐μω‐μέ‐νος
Μετοχή[επεξεργασία]
θυμωμένος -η -ο
- που έχει θυμώσει, που διακατέχεται από θυμό, οργή
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- αγανακτισμένος
- αγριεμένος
- βουρλισμένος
- δαιμονισμένος
- εκνευρισμένος
- εκτός εαυτού
- εξαγριωμένος
- εξοργισμένος
- έξω φρενών
- μπουρινιασμένος
- οργισμένος
- τσατισμένος
- φουρκισμένος
- χολωμένος