σκατό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σκατό | τα | σκατά |
γενική | του | σκατού | των | σκατών |
αιτιατική | το | σκατό | τα | σκατά |
κλητική | σκατό | σκατά | ||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σκατό < μεσαιωνική ελληνική σκατόν < αρχαία ελληνική σκῶρ (γενική: του σκατός)
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σκατό ουδέτερο
- κοινή ονομασία του περιττώματος, του αποπατήματος ανθρώπου
- κοινή ονομασία του περιττώματος, του αποπατήματος ζώου
- (μεταφορικά) ως ουσιαστικοποιημένο επίθετο χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει άτομα νεαρής ηλικίας
- αυτό το παιδί είναι μια σταλιά σκατό και αντιμιλάει στους μεγάλους
Συγγενικά
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία]Εκφράσεις
[επεξεργασία]- σκατά!: (χυδαίο) αναφώνηση εκνευρισμού
- τα έκανε σκατά! : τα έκανε άνω κάτω, τα θαλάσσωσε, τα μπέρδεψε, τα έκανε μαντάρα
- σκατά μελάτα: χάλια φάση
- σκατά ρε πούστη μου: χάλια φάση
- σκατά ρε μαλάκα: χάλια φάση
- να φας σκατά: σε μισώ, με εξοργίζεις
- σκατά στη μάπα: αναπάντεχη λαχτάρα-καταστροφή-ατυχία, επιθετική φράση
- έκανα το σκατό μου παξιμάδι: πέρασα μεγάλη φτώχεια, φοβήθηκα
- μου έφυγε το σκατό: φοβήθηκα
- μυρίζει σκατά η υπόθεση: παλιοκατάσταση
- μου σέρβιραν σκατά για αστακομακαρονάδα: με εξαπάτησαν οικτρά
- τρώει τα σκατά του: οι πράξεις του γυρνάνε μπούμερανγκ, τα έκανε θάλασσα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σκατό
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βουνό' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Χυδαιολογίες (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)