βάλλω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
→‎{{-grc-}}: {{etym|ine-pro|grc|root=1|*gʷelH-}}
{{etym |root=1
Γραμμή 2: Γραμμή 2:


==={{ετυμολογία}}===
==={{ετυμολογία}}===
: '''{{PAGENAME}}''' < {{λδδ|grc|el|βάλλω}} < ρίζα {{ετυμ|ine-pro|el|*gʷelH-}}
: '''{{PAGENAME}}''' < {{λδδ|grc|el|βάλλω}} < {{ετυμ|ine-pro|el|*gʷelH-|root=1}}


==={{προφορά}}===
==={{προφορά}}===

Αναθεώρηση της 20:26, 25 Ιουνίου 2021

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

βάλλω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική βάλλω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *gʷelH-

Προφορά

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
τυπογραφικός συλλαβισμός: βάλ‐λω

Ρήμα

βάλλω, πρτ.: έβαλλα, στ.μέλλ.: θα βάλω, αόρ.: έβαλα, παθ.φωνή: βάλλομαι, π.αόρ.: βλήθηκα, μτχ.π.π.: βεβλημένος

  1. εκτελώ βολή, ρίχνω ένα βλήμα
    ※  Η Νότια Κορέα ανακοίνωσε ότι πραγματοποιούσε συνηθισμένες στρατιωτικές ασκήσεις στα ανοικτά της δυτικής ακτής όταν η Βόρεια Κορέα αρχίσει να βάλλει με δεκάδες οβίδες, όμως επισήμανε πως τα νοτιοκορεατικά πυρά κατά τα γυμνάσια δεν ήταν προς την κατεύθυνση του βορρά. (εφημερίδα Καθημερινή, 23 Νοεμβρίου 2010)
  2. (μεταφορικά) κατηγορώ κάποιον, του αποδίδω μομφή
    ※  Σε ανακοίνωσή του το σωματείο των ηλεκτροδηγών στο Μετρό βάλλει κατά της Διοίκησης της ΑΜΕΛ επισημαίνοντας πως δεν είχε εξαγγελθεί 24ωρη απεργία. (εφημερίδα Τα Νέα, 4 Ιανουαρίου 2011)

Σύνθετα

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

βάλλω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *gʷl̥-ne-h₁- *βάλ-jω μεταπτωτική βαθμίδα από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *gʷelH- ‎(ρίχνω, πετάω, χτυπώ, εκσφενδονίζω)

Ρήμα

βάλλω

  1. ρίχνω
  2. αφήνω να πέσει
  3. τοποθετώ
  4. (για ποταμούς) εκβάλλω, χύνομαι
  5. δημιουργώ, βάζω τα θεμέλια

Εκφράσεις

Συγγενικά

Κλίση

Πηγές