δυσώνυμος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δυσώνυμος η δυσώνυμη το δυσώνυμο
      γενική του δυσώνυμου της δυσώνυμης του δυσώνυμου
    αιτιατική τον δυσώνυμο τη δυσώνυμη το δυσώνυμο
     κλητική δυσώνυμε δυσώνυμη δυσώνυμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δυσώνυμοι οι δυσώνυμες τα δυσώνυμα
      γενική των δυσώνυμων των δυσώνυμων των δυσώνυμων
    αιτιατική τους δυσώνυμους τις δυσώνυμες τα δυσώνυμα
     κλητική δυσώνυμοι δυσώνυμες δυσώνυμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δυσώνυμος < (λόγιο) ελληνιστική κοινή δυσώνυμος < αρχαία ελληνική κακός + ὄνομα

Επίθετο[επεξεργασία]

δυσώνυμος, -η, -ο

  1. που έχει κακό ή κακόηχο όνομα, που έχει κακή φήμη· (κατ’ επέκταση) που είναι μισητός
    ※  Το δυσώνυμο τοπωνύμιο (η) Κασσίδα ή (του) Κασσίδη ήταν κάποτε σε ευρεία χρήση στην ελληνική πρωτεύουσα. […] Για πρώτη φορά το 1908 θεσμοθετήθηκε η μετονομασία της γειτονιάς του Κασσίδη σε γειτονιά Αχαρνών
    Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς, «Η παραδοσιακή γειτονιά του Αγίου Παύλου των Αθηνών. Πως εξαφανίστηκε το δυσώνυμο τοπωνύμιο Κασσίδα από την Αθήνα», Τα Αθηναϊκά (29 Ιουνίου 2019)· πρόσβαση: 2021-01-09.
    ※  Το πρόσωπο όμως του Ιούδα, με τη συμπεριφορά του δημιουργεί στον κάθε ένα από εμάς ανάλογα ερωτήματα. Ας δούμε τι μας λένε οι θεοφόροι Πατέρες. Δυσώνυμο τον ονομάζει ο ιερός μελωδός, ο Άγιος Κοσμάς ο Ποιητής
    ο Καστορίας Σεραφείμ †, «Ο δυσώνυμος», Ρομφαία.gr (12 Απριλίου 2017)· πρόσβαση: 2021-01-09.
    ※  Στο Ιερό Βιβλίο της Αποκαλύψεως αναφέρεται ο δυσώνυμος αριθμός 666 (Χ Ξ Σ) ως η ταυτότητα του Αντιχρίστου με τον οποίο θα θελήσει να σφραγίσει και να οικειοποιηθεί τους ανθρώπους στα έσχατα χρόνια
    π. Διονύσιος Ταμπάκης, «Τί σημαίνει και πώς ερμηνεύεται το 666;», Δόγμα.gr (28 Ιουλίου 2016)· πρόσβαση: 2021-01-09.

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]


Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / δυσώνυμος τὸ δυσώνυμον
      γενική τοῦ/τῆς δυσωνύμου τοῦ δυσωνύμου
      δοτική τῷ/τῇ δυσωνύμ τῷ δυσωνύμ
    αιτιατική τὸν/τὴν δυσώνυμον τὸ δυσώνυμον
     κλητική ! δυσώνυμε δυσώνυμον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ δυσώνυμοι τὰ δυσώνυμ
      γενική τῶν δυσωνύμων τῶν δυσωνύμων
      δοτική τοῖς/ταῖς δυσωνύμοις τοῖς δυσωνύμοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς δυσωνύμους τὰ δυσώνυμ
     κλητική ! δυσώνυμοι δυσώνυμ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ δυσωνύμω τὼ δυσωνύμω
      γεν-δοτ τοῖν δυσωνύμοιν τοῖν δυσωνύμοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δυσώνυμος < δυσ- + -ώνυμος < ὄνομα

Επίθετο[επεξεργασία]

δυσώνυμος, -ος, -ον

  1. που έχει κακό όνομα, φήμη, δυσοίωνος, μισητός, καταραμένος
    ※  8ος αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 6 (Ζ. Ἕκτορος καὶ Ἀνδρομάχης ὁμιλία.), στίχ. 255 (255-257)
    ἦ μάλα δὴ τείρουσι δυσώνυμοι υἷες Ἀχαιῶν | μαρνάμενοι περὶ ἄστυ· σὲ δ᾽ ἐνθάδε θυμὸς ἀνῆκεν | ἐλθόντ᾽ ἐξ ἄκρης πόλιος Διὶ χεῖρας ἀνασχεῖν.
    Οι επικατάρατοι Αχαιοί στενά μας περιορίζουν | κάτω απ᾽ τα τείχη· κι έρχεσαι, καθώς σου ᾽πε η καρδιά σου, | τα χέρια απ᾽ την ακρόπολιν να υψώσεις προς τον Δία.
    Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
    ※  8ος αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 19 (τ. Ὀδυσσέως καὶ Πηνελόπης ὁμιλία. Νίπτρα.), στίχ. 571 (571-572)
    ἥδε δὴ ἠὼς εἶσι δυσώνυμος, ἥ μ᾽ Ὀδυσῆος | οἴκου ἀποσχήσει·
    αύριο φτάνει η καταραμένη αυγή, | αυτή θα με χωρίσει από του Οδυσσέα το σπίτι.
    Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
    ※  7ος↑ αιώνας Ἡσίοδος, Θεογονία, 171 (170-172)
    «μῆτερ, ἐγώ κεν τοῦτό γ᾽ ὑποσχόμενος τελέσαιμι | ἔργον, ἐπεὶ πατρός γε δυσωνύμου οὐκ ἀλεγίζω | ἡμετέρου· πρότερος γὰρ ἀεικέα μήσατο ἔργα.»
    «Μητέρα, εγώ αν αναλάμβανα θα τέλειωνα αυτό το έργο, | αφού τον ακατονόμαστο πατέρα μου δεν υπολογίζω. | Γιατί νωρίτερα αυτός έργα απρεπή βουλεύτηκε.»
    Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
  2. που έχει όνομα που προμηνύει άσχημα γεγονότα
    ※  5ος↑ αιώνας Σοφοκλῆς, Αἴας, στίχ. 914 (913-914)
    πᾷ πᾷ | κεῖται ὁ δυστράπελος δυσώνυμος Αἴας;
    Πού, πες μου πού κείται δυσώνυμος | ο Αίας αμετάπειστος;
    Μετάφραση (2012): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, Αθήνα: ΜΙΕΤ @greek‑language.gr

Πηγές[επεξεργασία]