νεφελώδης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο νεφελώδης η νεφελώδης το νεφελώδες
      γενική του νεφελώδους της νεφελώδους του νεφελώδους
    αιτιατική τον νεφελώδη τη νεφελώδη το νεφελώδες
     κλητική νεφελώδη(ς) νεφελώδης νεφελώδες
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι νεφελώδεις οι νεφελώδεις τα νεφελώδη
      γενική των νεφελωδών των νεφελωδών των νεφελωδών
    αιτιατική τους νεφελώδεις τις νεφελώδεις τα νεφελώδη
     κλητική νεφελώδεις νεφελώδεις νεφελώδη
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
νεφελώδης < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική νεφελώδης < νεφέλη + -ώδης
(μεταφορική έννοια) < (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική nébuleux[1]
Νεφελώδης καιρός.

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ne.feˈlo.ðis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: νε‐φε‐λώ‐δης

Επίθετο

[επεξεργασία]

νεφελώδης, -ης, -ες

  1. (μετεωρολογία) που έχει σύννεφα
    ⮡  ο καιρός θα είναι κατά τόπους νεφελώδης
  2. που μοιάζει με σύννεφο
  3. (μεταφορικά) αόριστος, σκοτεινός
    ⮡  μας παρουσίασε νεφελώδη σχέδια για επενδύσεις που δεν έπεισαν κανέναν

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]



→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
νεφελωδεσ-
ονομαστική / νεφελώδης τὸ νεφελῶδες
      γενική τοῦ/τῆς νεφελώδους τοῦ νεφελώδους
      δοτική τῷ/τῇ νεφελώδει τῷ νεφελώδει
    αιτιατική τὸν/τὴν νεφελώδη τὸ νεφελῶδες
     κλητική ! νεφελῶδες νεφελῶδες
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ νεφελώδεις τὰ νεφελώδη
      γενική τῶν νεφελώδων τῶν νεφελώδων
      δοτική τοῖς/ταῖς νεφελώδεσ(ν) τοῖς νεφελώδεσ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς νεφελώδεις τὰ νεφελώδη
     κλητική ! νεφελώδεις νεφελώδη
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ νεφελώδει τὼ νεφελώδει
      γεν-δοτ τοῖν νεφελώδοιν τοῖν νεφελώδοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'μανιώδης' όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
νεφελώδης < νεφέλ(η) + -ώδης

Επίθετο

[επεξεργασία]

νεφελώδης, -ης, -ες