πρόοδος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Ανάκληση των επεξεργασιών που έγιναν από τον 2A02:587:D415:4200:C462:16C1:FE6C:1005 (συζήτηση) και επιστροφή στην τελευταία αναθεώρηση που είχε γίνει από τον Texniths
Ετικέτα: Επαναφορά
Jojowiki11 (συζήτηση | συνεισφορές)
Ολοκλήρωση ορισμού
Γραμμή 13: Γραμμή 13:
# η [[βελτίωση]], ο [[δρόμος]] προς κάτι [[καλύτερο]]
# η [[βελτίωση]], ο [[δρόμος]] προς κάτι [[καλύτερο]]
#: {{πχ}} ''Βλέπω τις '''προόδους''' που κάνεις στο σχολείο και χαίρομαι!''
#: {{πχ}} ''Βλέπω τις '''προόδους''' που κάνεις στο σχολείο και χαίρομαι!''
# Με αρνητική έννοια, ως συνεχεια σε μια κατάσταση
#: {{πχ}} Συνεχής πρόοδος της νόσου μεταξύ των υποτροπών.
# {{ετ|μαθ}} [[είδος]] [[ακολουθία]]ς
# {{ετ|μαθ}} [[είδος]] [[ακολουθία]]ς
# {{ετ|εκπαίδευση}} [[είδος]] [[εξέταση]]ς σε ανώτερα και ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα
# {{ετ|εκπαίδευση}} [[είδος]] [[εξέταση]]ς σε ανώτερα και ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα

Αναθεώρηση της 01:44, 10 Φεβρουαρίου 2021

Δείτε επίσης: πρόσοδος

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πρόοδος οι πρόοδοι
      γενική της προόδου των προόδων
    αιτιατική την πρόοδο τις προόδους
     κλητική πρόοδε
(πρόοδο)
πρόοδοι
Κατηγορία όπως «ήπειρος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πρόοδος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πρόοδος < (πρό) πρό- + ὁδός, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική progrès[1]

Προφορά

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
τυπογραφικός συλλαβισμός: πρό‐ο‐δος

Ουσιαστικό

πρόοδος θηλυκό

  1. η βελτίωση, ο δρόμος προς κάτι καλύτερο
    Βλέπω τις προόδους που κάνεις στο σχολείο και χαίρομαι!
  2. Με αρνητική έννοια, ως συνεχεια σε μια κατάσταση
    Συνεχής πρόοδος της νόσου μεταξύ των υποτροπών.
  3. (μαθηματικά) είδος ακολουθίας
  4. (εκπαίδευση) είδος εξέτασης σε ανώτερα και ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα

Συγγενικά

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

Αναφορές



Αρχαία ελληνικά (grc)

Πρότυπο:grc-κλίσ-'θρίαμβος'

Ετυμολογία

πρόοδος < πρό- + ὁδός

Ουσιαστικό

πρόοδος θηλυκό

  1. η πορεία προς τα εμπρός
  2. (ειδικότερα) η έξοδος από το σπίτι
  3. η δημόσια εμφάνιση
  4. Πρότυπο:μαθ πρόοδος