πνεύμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πνεύμα | τα | πνεύματα |
γενική | του | πνεύματος | των | πνευμάτων |
αιτιατική | το | πνεύμα | τα | πνεύματα |
κλητική | πνεύμα | πνεύματα | ||
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πνεύμα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πνεῦμα [1]
- το διακριτικό σημάδι < ελληνιστική σημασία
- για το γενικό χαρακτήρα < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική esprit
- για την αλκοόλη < σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική spirit
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈpnev.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πνεύ‐μα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πνεύμα ουδέτερο
- ο νους του ανθρώπου, ατομικά ή συλλογικά
- η δημιουργία του πολιτισμού είναι η κορυφαία εκδήλωση του ανθρώπινου πνεύματος
- το άυλο στοιχείο της ανθρώπινης ύπαρξης, σε αντιδιαστολή με το σώμα
- δεν ενδιαφέρεται για τα υλικά αγαθά παρά μόνο για το πνεύμα
- η ψυχή του ανθρώπου
- παρέδωσε το πνεύμα: πέθανε
- μη υλική οντότητα, π.χ. κατώτερη θεότητα, η ψυχή ενός νεκρού ή ένα φάντασμα
- ισχυρίζεται ότι επικοινωνεί με το πνεύμα του παππού της
- ο ιδιαίτερος χαρακτήρας, η ιδιαίτερη σημασία κάποιου πράγματος
- το πνεύμα της εποχής, το πνεύμα του βιβλίου, της συζήτησης κ.λπ
- o αστεϊσμός, το χιούμορ
- του αρέσει να κάνει πνεύμα
- (διακριτικό σημάδι) διακριτικό σημάδι στο πολυτονικό σύστημα γραφής το οποίο δεν υποδεικνύει τη συλλαβή τονισμού αλλά στην αρχαιότητα πιθανότατα έδειχνε μεταβολή στον τρόπο προφοράς του γράμματος
- η αλκοόλη
- (καθαρεύουσα) → δείτε τη λέξη πνεῦμα το αλκοολούχο (οινοπνευματώδες) ποτό (αγγλισμός)
- ※ Η Ελληνική Κυβέρνησις υπέβαλεν την παρελθούσαν περίοδον εις την Βουλήν νομοσχέδιον φορολογίας επί των δια μηχανής εξαγωμένων πνευμάτων (από τη μελέτη Ιστορία του Πειραιώς από του 1833-1882 έτους του Παντολέοντος Καμπούρογλου (Αθήνα, Εκ του τυπογραφείου “Ο Ασμοδαίος”, 1884), σσ. 84-85).
- (καθαρεύουσα) → δείτε τη λέξη πνεῦμα το αλκοολούχο (οινοπνευματώδες) ποτό (αγγλισμός)
Συγγενικά
[επεξεργασία]- πνευματικά
- πνευματικός
- πνευματικότητα
- πνευματισμός
- πνευματιστής -πνευματίστρια
- πνευματιστικός
- πνευματώδης
- πνευματωδώς
- πνευμάτωση
- πνεύμονας, πνευμόνι, πλεμόνι (βλέπε λέξη)
Σύνθετα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] νους
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ πνεύμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'κύμα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Διακριτικά σημάδια (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)