σίδηρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
|
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σίδηρος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σίδηρος
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈsi.ði.ɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σί‐δη‐ρος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | σίδηρος | οι | σίδηροι |
γενική | του | σιδήρου & σίδηρου |
των | σιδήρων |
αιτιατική | τον | σίδηρο | τους | σιδήρους |
κλητική | σίδηρε | σίδηροι | ||
Δείτε και το σίδερο. | ||||
Κατηγορία όπως «όροφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
σίδηρος αρσενικό
- (χημεία) μεταλλικό χημικό στοιχείο με ατομικό αριθμό 26 και χημικό σύμβολο το Fe
- (ιστορία) → δείτε τη λέξη Σιδήρου με κεφαλαίο
- Εποχή του Σιδήρου
Συγγενικά
[επεξεργασία] ετυμολογικό πεδίο
σιδηρ-
σιδηρ-
→ δείτε και τη λέξη σίδερο
Σύνθετα
[επεξεργασία]όπως
- σιδηρόβεργα
- σιδηροβιομηχανία
- σιδηρογροθιά
- σιδηρογραφία
- σιδηρογωνία
- σιδηροδέσμιος
- σιδηροδοκός
- σιδηρόδρομος
- Σιδηρόκαστρο
- σιδηροκατασκευή
- σιδηρόκραμα
- σιδηρομεταλλουργία
- σιδηρονικέλιο
- σιδηροξείδιο
- σιδηροπαγής
- σιδηροπενία
- σιδηροπυρίτης
- σιδηροπωλείο
- σιδηρόστοκος
- σιδηρόστρωση
- σιδηροσωλήνας
- σιδηροτεχνία
- σιδηροτροχιά
- σιδηρουργείο
- σιδηρουργός
- σιδηρόφραχτος
- σιδηροχρώμιο
Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]Εκφράσεις
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- σίδηρος στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σίδηρος
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σίδηρος
- σίδερο
- ※ 4ος/3ος πκε αιώνας ⌘ Θεόφραστος, De lapidibus, Fragment 2 Chapter 2 (2.2), @scaife.perseus
- σιδερένιο εργαλείο
- σπαθί
- σιδηρουργείο
Συγγενικά
[επεξεργασία] ετυμολογικό πεδίο
σιδηρ-
σιδηρ-
- ἀσίδηρος
- αὐτοσίδηρος
- βαρυσίδηρος
- βραχυσἰδηρος
- εὐσίδηρος
- κατασιδηρόω
- ἀκροσίδηρος
- ὁλοσίδηρος
- μακροσίδηρος
- περισιδηρόομαι
- περισίδηρος
- σιδηρεῖα
- σιδηρεία
- σιδηρεόεις
- σιδήρεος
- σιδηρεύς
- σιδηρεύω
- σιδηρήεις
- σιδηρίζω
- σιδήριον
- σιδηροῦς
- σιδηρόω
- σιδηρώδης
- σιδήρωμα
- σιδήρωσις
- σιδηρωτός
- ὑποσίδηρος
- ὑποσιδηρόω
- τμητοσίδηρος
- χειροσιδήριον
σιδηρο- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα σιδηρο- στο Βικιλεξικό
όπως
- σιδηραγωγός
- σιδηρένδετος
- σιδηριουργός
- σιδηρίσκος
- σιδηρίτης
- σιδηροβασταγή
- σιδηρόβαφος
- σιδηροβόλιον
- σιδηροβόρος
- σιδηροβριθής
- σιδηροβρώς
- σιδηροδάκτυλος
- σιδηροδέσμος
- σιδηροδετέω
- σιδηρόδετος
- σιδηρόεις
- σιδηροθήκη
- σιδηροθώραξ
- σιδηροκατάδικος
- σιδηροκμής
- σιδηροκόλεος
- σιδηροκόντρα
- σιδηροκόπος
- σιδηρόκωπος
- σιδηρομήτωρ
- σιδηρονόμος
- σιδηρόνωτος
- σιδηροπέδη
- σιδηρόπλαστος
- σιδηρόπληκτος
- σιδηρόπλοκος
- σιδηροπλύτης
- σιδηροποίκιλος
- σιδηρόπους
- σιδηρόπτερος
- σιδηροπώλης
- σιδηρόσπαρτος
- σιδηροσφαγία
- σιδηροτέκτων
- σιδηρότευκτος
- σιδηροτόκος
- σιδηροτομέω
- σιδηρότροχος
- σιδηροτρύπανον
- σιδηρότρωτος
- σιδηρουργεῖον
- σιδηρουργία
- σιδηρουργός
- σιδηροφάγος
- σιδηροφορέω
- σιδηροφόρος
- σιδηρόφρων
- σιδηροφυής
- σιδηροχαλκεύς
- σιδηρόχαλκος
- σιδηροχάρμης
- σιδηροχίτων
- σιδηρόψυχος
- σιδηρωρυχεῖον
Πηγές
[επεξεργασία]- σίδηρος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σίδηρος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Χημικά στοιχεία (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'όροφος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Χημεία (νέα ελληνικά)
- Ιστορία (νέα ελληνικά)
- Κεντρικά λήμματα (νέα ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (ελληνιστική κοινή)
- Κεντρικά λήμματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)