προηγούμενος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | προηγούμενος | η | προηγούμενη | το | προηγούμενο |
γενική | του | προηγούμενου | της | προηγούμενης | του | προηγούμενου |
αιτιατική | τον | προηγούμενο | την | προηγούμενη | το | προηγούμενο |
κλητική | προηγούμενε | προηγούμενη | προηγούμενο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | προηγούμενοι | οι | προηγούμενες | τα | προηγούμενα |
γενική | των | προηγούμενων | των | προηγούμενων | των | προηγούμενων |
αιτιατική | τους | προηγούμενους | τις | προηγούμενες | τα | προηγούμενα |
κλητική | προηγούμενοι | προηγούμενες | προηγούμενα | |||
Οι λόγιοι τύποι με αναβιβασμό τόνου, συνηθίζονται στις ουσιαστικοποιημένες μορφές: του προηγουμένου, η προηγουμένη, της προηγούμένης, των προηγουμένων, τους προηγουμένους | ||||||
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- προηγούμενος < μετοχή ενεστώτα του παθητικού αποθετικού ρήματος προηγούμαι, αρχαία ελληνική προηγούμενος, μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος προηγέομαι / προηγοῦμαι
- για το ουσιαστικό < ουσιαστικοποιημένο αρσενικό της μετοχής
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /pɾo.iˈɣu.me.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : προ‐η‐γού‐με‐νος
Μετοχή
[επεξεργασία]προηγούμενος αρσενικό (προηγούμενη θηλυκό, προηγούμενο ουδέτερο)
- που συνέβη ή υπήρξε ή έκανε κάτι πριν από κάποιον ή κάτι άλλο
- ≈ συνώνυμα: προγενέστερος, πρωτύτερος
- ο προηγούμενος ομιλητής, τα προηγούμενα χρόνια, το προηγούμενο βιβλίο του
- που προηγείται, που βρίσκεται μπροστά από κάποιον ή κάτι άλλο
Συγγενικά
[επεξεργασία]- άνευ προηγουμένου
- προηγουμένη
- προηγούμενο
- προηγουμένως
- → δείτε τις λέξεις προηγούμαι και ηγούμαι
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | προηγούμενος | οι | προηγούμενοι |
γενική | του | προηγούμενου & προηγουμένου |
των | προηγούμενων & προηγουμένων |
αιτιατική | τον | προηγούμενο | τους | προηγούμενους & προηγουμένους |
κλητική | προηγούμενε | προηγούμενοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. Οι τύποι με σταθερό τόνο συνηθίζονται περισσότερο στη μετοχή προηγούμενος. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
προηγούμενος
- αυτός που προηγείται
- ο προηγούμενος να φύγει και να περάσει ο επόμενος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] που προηγήθηκε χρονικά
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- προηγούμενος: μετοχή ενεστώτα του αποθετικού ρήματος προηγέομαι / προηγοῦμαι
Μετοχή
[επεξεργασία]προηγούμενος
- προηγούμενος, προπορευόμενος
- ⮡ το προηγούμενον στράτευμα: η εμπροσθοφυλακή
- βασική αρχή που οδηγεί τη σκέψη
- ⮡ κατά προηγούμενον λόγον
- ⮡ προηγούμενον θεώρημα
Πηγές
[επεξεργασία]- προηγέομαι - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- προηγέομαι - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Μετοχές που κλίνονται όπως η ομάδα 'εισαγόμενος' (νέα ελληνικά)
- Μετοχές που κλίνονται όπως το 'εισαγόμενος' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Μετοχές παθητικού ενεστώτα (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Μετοχές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδινάλιος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Μετοχές με κλίση όπως το 'λυόμενος' (αρχαία ελληνικά)
- Μετοχές 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Μετοχές που κλίνονται όπως το 'λυόμενος' (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Μετοχές (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)