ψευδάργυρος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
  • Χημικό στοιχείο: Zn
  • Ατομικός αριθμός : 30
  • Προηγούμενο = Cu
  • Επόμενο = Ga

Δείτε επίσης: Περιοδικός πίνακας των στοιχείων

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ψευδάργυρος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ψευδάργυρος < αρχαία ελληνική (ψευδής) ψευδ- + ἄργυρος

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /psevˈðaɾ.ʝi.ɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ψευ‐δάρ‐γυ‐ρος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ψευδάργυρος οι ψευδάργυροι
      γενική του ψευδάργυρου
ψευδαργύρου
των ψευδάργυρων
ψευδαργύρων
    αιτιατική τον ψευδάργυρο τους ψευδάργυρους
ψευδαργύρους
     κλητική ψευδάργυρε ψευδάργυροι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

ψευδάργυρος αρσενικό

  1. (χημεία) μεταλλικό χημικό στοιχείο με ατομικό αριθμό 30 και χημικό σύμβολο το Zn
  2. (λόγιο) τσίγκος

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]



ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ψευδάργυρος οἱ ψευδάργυροι
      γενική τοῦ ψευδαργύρου τῶν ψευδαργύρων
      δοτική τῷ ψευδαργύρ τοῖς ψευδαργύροις
    αιτιατική τὸν ψευδάργυρον τοὺς ψευδαργύρους
     κλητική ! ψευδάργυρε ψευδάργυροι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ψευδαργύρω
γεν-δοτ τοῖν  ψευδαργύροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ψευδάργυρος (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική (ψευδής) ψευδ- + ἄργυρος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ψευδάργυρος, -ου αρσενικό